Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

Παραπληροφόρηση από ΜΜΕ

Στο trailer που ακολουθεί, παρουσιαστής αναφέρεται σε βιβλίο που γράφτηκε για την Εξέγερση που έρχεται (αγγλικός τίτλος, The Coming Insurrection), κι όχι για τα Δεκεμβριανά που επαναλαμβάνονται


Είμαστε μια Εικόνα από το Μέλλον

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Καλσόν DIM

Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, στις κινηματογραφικές αίθουσες του Παρισιού, μπορούσαμε να δούμε το διαφημιστικό σποτ μιας διάσημης μάρκας καλσόν. Ένα γκρουπ νέων κοριτσιών που χόρευαν μαζί, μας παρουσιαζόταν ανφάς. Όποιος μπόρεσε να κοιτάξει μερικές απ’αυτές τις εικόνες, έστω και φευγαλέα, μπορεί δύσκολα να ξεχάσει την ιδιαίτερη εντύπωση συγχρονισμού και παραφωνίας, σύγχυσης και μοναδικότητας, επικοινωνίας και παραξενιάς, που εξέπεμπαν τα σώματα των χαμογελαστών χορευτριών. Αυτή η εντύπωση προέκυπτε από ένα τρυκ : αφού κάθε νέο κορίτσι είχε φιλμαριστεί αρχικά μόνο του, στη συνέχεια τα ξέχωρα αποσπάσματα είχαν συγκεντρωθεί πάνω στο φόντο μιας μόνο μουσικής. Αλλά απ’το εύκολο αυτό τρυκ, από την υπολογισμένη ασυμμετρία στις κινήσεις των μακριών ποδιών που είχαν φακελωθεί στο ίδιο φτηνό εμπόρευμα, από την ελάχιστη απόσταση μεταξύ των χειρονομιών, εξέπνεε προς τους θεατές μια υπόσχεση ευτυχίας που αφορούσε δίχως πιθανή αμφιβολία το ανθρώπινο σώμα.

Στη δεκαετία του ’20, ενώ η καπιταλιστική διαδικασία εμπορευματικού μετασχηματισμού άρχιζε να επενδύει την ανθρώπινη μορφή, μερικοί παρατηρητές που δεν είδαν το φαινόμενο με καθόλου καλό μάτι, δεν δυσκολεύτηκαν από το να αναδείξουν μια θετική του πτυχή λες κι ήταν παρόντες του τροποποιημένου κειμένου μιας προφητείας που ξεπερνούσε τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και το οποίο ακριβώς επρόκειτο να αποκωδικοποιήσουν. Έτσι γεννήθηκαν οι παρατηρήσεις του Kracauer για τα girls κι αυτές του Benjamin για την παρακμή της αύρας.

Η μείωση του ανθρώπινου σώματος στο επίπεδο του εμπορεύματος, με το δίπλωμά του στους αδήριτους νόμους της μαζικοποίησης και της ανταλλακτικής αξίας, φαινόταν, την ίδια στιγμή, να το λύτρωνε από τα στίγματα του ανείπωτου που το είχαν σημαδέψει για χιλιετίες. Ξεδιαλυνόμενο από τη διπλή αλυσίδα του βιολογικού προορισμού και της ατομικής βιογραφίας, το σώμα έπαιρνε ρεπό τόσο από την άναρθρη κραυγή του τραγικού σώματος όσο κι από τη βουβαμάρα του κωμικού σώματος, κι έμοιαζε για πρώτη φορά τέλεια επικοινωνήσιμο, ολοκληρωτικά φωτισμένο. Στα μπαλέτα των girls, στις εικόνες της διαφήμισης, στα ντεφιλέ των μανεκέν, ολοκληρωνόταν η κοσμική διαδικασία της χειραφέτησης της ανθρώπινης μορφής έξω από τα θεολογικά της θεμέλια, μια διαδικασία που είχε ήδη επιβληθεί σε βιομηχανική κλίμακα όταν, στην αρχή του 19ου αιώνα, η εφεύρεση της λιθογραφίας και της φωτογραφίας είχε ενθαρρύνει την διάδοση σε χαμηλό κόστος πορνογραφικών εικόνων : ούτε γενικό ούτε ατομικό, ούτε εικόνα της θεότητας ούτε μορφή του ζώου, το σώμα γινόταν τότε πραγματικά οποιοδήποτε.

Το εμπόρευμα ομολογούσε εδώ την μυστική του αλληλεγγύη με τις θεολογικές αντινομίες (κάτι που είχε ήδη διακρίνει ο Marx). Διότι η διατύπωση της Γένεσης « κατ’εικόνα και καθ’ομοίωση » που ρίζωνε την ανθρώπινη μορφή στο Θεό, την συνέδεε σ’ένα αόρατο αρχέτυπο και ίδρυε, εφεξής, την παράδοξη έννοια μιας απολύτως άυλης ομοιότητας. Απελευθερώνοντας το σώμα από το θεολογικό του μοντέλο, η εμπορευματοποίηση σώζει παρά ταύτα την ομοιότητα : το οποιοδήποτε είναι μια ομοιότητα χωρίς αρχέτυπο, δηλαδή μια Ιδέα. Γι’αυτό είναι που αν η ομορφιά που είναι τέλεια ανταλλάξιμη με το τεχνολογημένο σώμα, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το μοναδικό, το οποίο, στη θέα της Ελένης, ταρακουνά τους παλιούς πρίγκιπες της Τροίας • παρ’όλα αυτά κάτι σαν μια ομοιότητα πάλλεται και στα δύο, στο σώμα και στο μοναδικό ( « Με το που την βλέπει κανείς, μοιάζει τρομερά με τις αθάνατες θεές »). Εξ’ου κι η φυγή της ανθρώπινης μορφής μακριά από τις τέχνες της εποχής μας κι η παρακμή του πορτραίτου: δουλειά του προτραίτου είναι να πιάνει την μοναδικότητα αλλά αν πρόκειται να συλληφθεί το οποιοδήποτε, ο φωτογραφικός φακός αποδεικνύεται απαραίτητος.

Κατά μια έννοια, η διαδικασία χειραφέτησης ήταν εξ’ίσου παλιά με την επινόηση των τεχνών. Διότι, από τη στιγμή που ένα χέρι σχεδίασε ή σμίλεψε για πρώτη φορά μια ανθρώπινη μορφή, το όνειρο του Πυγμαλίονα ήταν ήδη εκεί για να το οδηγήσει : όχι απλά να σχηματίσει μια εικόνα του αγαπημένου σώματος, αλλά ένα άλλο σώμα μ’αυτή την εικόνα, να σπάσει τα οργανικά φράγματα που εμποδίζουν την άνευ συμβιβασμού ανθρώπινη πρόθεση για ευτυχία.

Σήμερα, την εποχή της ολοκληρωμένης κυριαρχίας της μορφής του εμπορεύματος πάνω σ’όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, τι μένει από την άπιαστη κι αλόγιστη υπόσχεση ευτυχίας που ριχνόταν πάνω μας, στο ημίφως του σινεμά, από τα φακελωμένα νέα κορίτσια στα καλσόν Dim ; Ποτέ άλλοτε όσο σήμερα, το ανθρώπινο σώμα – κυρίως το γυναικείο σώμα – δεν έχει χειραγωγηθεί τόσο μαζικά, και δεν έχει φαντασιαστεί, για να το πούμε έτσι, από την κορφή ως τα νύχια, από την τεχνική της διαφήμισης και της εμπορευματικής παραγωγής : η αδιαφάνεια των διαφορών των φύλων διαψεύστηκε από το τρανσέξουαλ σώμα, η ακοινώνητη παραξενιά της μοναδικής φύσης καταργήθηκε από τη διαμεσολάβηση του θεάματος, η θνητότητα του οργανικού σώματος αμφισβητήθηκε από την γειτνίαση με το σώμα χωρίς όργανα του εμπορεύματος, η οικειότητα της ερωτικής ζωής απορρίφθηκε από την πορνογραφία. Όμως, η διαδικασία τεχνολόγησης αντί να επενδύει υλικά το σώμα, στόχευε στην κατασκευή μιας χωριστής σφαίρας που δεν είχε πρακτικά κανένα σημείο επαφής μαζί του: δεν είναι το σώμα που τεχνοποιήθηκε, αλλά η εικόνα του. Έτσι το ένδοξο σώμα της διαφήμισης έγινε η μάσκα πίσω από την οποία το μικρό, εύθραυστο ανθρώπινο σώμα συνεχίζει την αβέβαιη ύπαρξή του, και η γεωμετρική λαμπρότητα των κοριτσιών σκεπάζει τις μακρές ουρές των ανώνυμων γυμνών σωμάτων που οδηγούνται στο θάνατο, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή τα χιλιάδες πτώματα που έγιναν μάρτυρες από τα καθημερινά σφαγεία των αυτοκινητόδρομων.

Το να ιδιοποιηθούμε τους ιστορικούς μετασχηματισμούς της ανθρώπινης φύσης που ο καπιταλισμός θέλει να εγκλείσει στο θέαμα, το να κάνουμε την εικόνα και το σώμα να χυθούν σ’ένα χώρο όπου δεν θα μπορούν πια να διαχωρισθούν και να αποκτήσουμε από ‘κει αυτό το οποιοδήποτε σώμα του οποίου η φύση είναι η ομοιότητα – αυτό είναι το αγαθό που η ανθρωπότητα πρέπει να μάθει να αρπάξει από το εμπόρευμα πάνω στη παρακμή του. Η διαφήμιση και η πορνογραφία που το συνοδεύουν στο τάφο του σαν μοιρολογήτρες είναι οι ασυνείδητες μαμές των νέων σωμάτων της ανθρωπότητας.

G. Agamben, Η κοινότητα που έρχεται, 1990

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Κι ο πόλεμος μόλις άρχισε (Ι)

Μεσ'το μεγάλο κοινωνικό σώμα της αυτοκρατορίας που έχει την συνοχή και την αδράνεια μιας μέδουσας που ξέβρασε το κύμα, που έκατσε πάνω σ'όλη την επιφάνεια της γης, είναι φυτεμένα ηλεκτρόδια: εκατοντάδες, χιλιάδες, αμέτρητα ηλεκτρόδια διαφορετικών τύπων που δεν μοιάζουν πια με ηλεκτρόδια : το ηλεκτρόδιο TV βεβαίως, το ηλεκτρόδιο χρήμα, το φαρμακευτικό ηλεκτρόδιο, και το ηλεκτρόδιο κοπελιά...

http://www.youtube.com/watch?v=owbXZ--4i20

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Μέσα στην εξορία

Ιταλικό ημερολόγιο 1992-1994

Λεν ότι οι επιζώντες που γυρνούσαν - και γυρνούν - από στρατόπεδα δεν είχαν τίποτα να αφηγηθούν, ότι όσο η μαρτυρία τους ήταν αυθεντική τόσο λιγότερο προσπαθούσαν να μεταδώσουν αυτό που είχαν ζήσει. Σαν να ήταν οι πρώτοι που είχαν καταληφθεί από μια αμφιβολία για την πραγματικότητα αυτού που τους συνέβη: να μην είχαν άραγε, κατα σύμπτωση, έναν εφιάλτη του πραγματικού γεγονότος; Ήξεραν - και ξέρουν - ότι στο Άουσβιτς ή στην Ομάρσκα δεν είχαν γίνει "πιο σοφοί, ή πιο βαθείς, ούτε καλύτεροι, ούτε πιο ανθρώπινοι ή συμπονετικοί για τον άνθρωπο". Αντίθετα, βγήκαν απογυμνωμένοι, αδειασμένοι, αποπροσανατολισμένοι. Και δεν ήθελαν καθόλου να μιλήσουν για αυτό. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή η αίσθηση αμφιβολίας για την προσωπική μαρτυρία ισχύει, κατά κάποιο τρόπο, και για μας. Φαίνεται ότι τίποτα, μέσα σε αυτό που ζήσαμε αυτά τα τελευταία χρόνια, δεν μας εξουσιοδοτεί να μιλάμε.

Η αμφιβολία για τις κουβέντες μας παράγεται κάθε φορά που η διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό χάνει κάτι από το νόημά της. Τι έζησαν, στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι του στρατοπέδου; Ένα ιστορικο-πολιτικό γεγονός (όπως, π.χ., ένας στρατιώτης που συμμετείχε στη μάχη του Βατερλό) ή μια εμπειρία στενά ιδιωτική; Ούτε το ένα, ούτε τ'άλλο. Αυτός που ήταν εβραίος στο Άουσβιτς ή βόσνια στην Ομάρσκα μπήκε στο στρατοπέδο όχι εξαιτίας μιας πολιτικής επιλογής, αλλά για ό,τι πιο ιδιωτικό και ανεπικοινώνητο είχε : το αίμα του, το βιολογικό του σώμα. Αλλά αυτά αποτελούν πλέον αποφασιστικά κριτήρια πολιτικής. Το στρατόπεδο, κατ'αυτή την έννοια, είναι πρακτικά ο τόπος όπου εγκαινιάζονται οι μοντέρνοι καιροί: ο πρώτος χώρος όπου δημόσια και ιδιωτικά γεγονότα, πολιτική ζωή και βιολογική ζωή γίνονται αυστηρά αδιάκριτα. Κομμένος από την πολιτική κοινότητα και μειωμένος σε γυμνή ζωή (κι επιπλεόν σε μια ζωή "που δεν αξίζει να βιωθεί"), ο κάτοικος του στρατοπέδου είναι στην πραγματικότητα ένα πρόσωπο απολύτως ιδιωτικό. Κι όμως,  δεν μπορεί να βρει ούτε μια στιγμή καταφύγιο σε χώρο ιδιωτικό, κι αυτή ακριβώς η δυσδιάκριτη πτυχή είναι  που δημιουργεί την ιδιαίτερη αγωνία στο στρατόπεδο.

Ο Κάφκα ήταν ο πρώτος που περίγραψε με ακρίβεια αυτό το ιδιαίτερο είδος τόπων, που μας είναι εντελώς οικείοαπό τότε. Αυτό που κάνει τόση ανησυχητική, και ταυτόχρονα κωμική την ιστορία του Joseph K., είναι ότι ένα κατ'εξοχήν δημόσιο γεγονός - μια δίκη - παρουσιάζεται αντίθετα σαν ένα γεγονός απόλυτα ιδιωτικό, όπου η αίθουσα του δικαστηρίου γειτονεύει με το υπνοδωμάτιο. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη Δίκη ένα βιβλίο προφητικό. Κι όχι τόσο - ή όχι μόνο - για τα στρατόπεδα. Τί ζήσαμε στην Ιταλία στην δεκαετία του '80; Μια ιδιωτική ιστορία παραληρηματική, μοναχική ή μια αποφασιστική στιγμή στην ιταλική και παγκόσμια ιστορία, γεμάτη από γεγονότα, σε βαθμό να εκραγεί; Είναι σαν όλα όσα βιώσαμε εκείνα τα χρόνια να 'πεσαν σε μια κλειστή ζώνη αδιαφορίας όπου τα πάντα συγχέονται και γίνονται ακατανόητα. Τα φαινόμενα διαφθοράς, π.χ., είναι δημόσια ή ιδιωτικά γεγονότα; Ομολογώ ότι δεν το γνωρίζω. Κι αν η τρομοκρατία ήταν πραγματικά μια σημαντική στιγμή της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας μας, πως μπορεί να μην ανθίσει στην συνείδησή μας παρά μόνο μέσω της εσώτερης ιστορίας κάποιων ατόμων σαν μετάνοια, αίσθημα ενοχής, αλλαξοπιστίας; Σ'αυτό το γλίστρημα του δημόσιου στο ιδιωτικό αντιστοιχεί η φαντασμαγορική δημοσιότητα του ιδιωτικού: ο καρκίνος του στήθους της τάδε βεντέτας ή ο θάνατος του Σένα είναι δημόσιες ή ιδιωτικές ιστορίες; Και πως να αγγίξουμε το σώμα της σταρ του πορνό, όπου δεν υπάρχει ούτ'ένα εκατοστό που να μην είναι δημόσιο; Αλλ'απ'αυτήν την ζώνη αδιαφορίας όπου οι ενέργειες της ανθρώπινης εμπειρίας παζαρεύονται πρέπει να φύγουμε σήμερα. Κι αν αποκαλέσουμε στρατόπεδο αυτήν την κλειστή ζώνη του αδιακρίτου, είναι πάντα από το στρατόπεδο που οφείλουμε να φύγουμε.

Ακούμε τους πάντες να επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι η κατάσταση έφτασε σε οριακό σημείο, ότι τα πράγματα έγιναν πλέον ανυπόφορα κι ότι μια αλλαγή είναι αναγκαία. Αλλά είναι κυρίως οι πολιτικοί κι οι εφημερίδες που θα'θελαν να πραγματοποιήσουν την αλλαγή έτσι ώστε οριστικά να μην αλλάξει τίποτα. Όσο για την πλειοψηφία των Ιταλών, θα λέγαμε ότι κοιτάζουν το ανυπόφορο σιωπηρά, σαν να το πρόσεχαν, ακίνητοι, μπροστά σε μια μεγάλη οθόνη τηλεόρασης. Αλλά τί είναι πραγματικά ανυπόφορο σήμερα στην Ιταλία; Σίγουρα και πάνω απ'όλα αυτή η σιωπή, ότι ένας ολόκληρος λαός ξαναβρίσκεται χωρίς φωνή μπροστά στο πεπρωμένο του. Θυμήσου ότι τη στιγμή που θα προσπαθήσεις να μιλήσεις, δεν θα μπορείς να αναφερθείς σε καμιά παράδοση, δεν θα μπορείς να χρησιμοποιήσεις καμιά από τις λέξεις που ηχούν καλά, ελευθερία, πρόοδος, κράτος δικαίου, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα. Κι ακόμα λιγότερο θα μπορείς να δώσεις διαπιστευτήρια εκπροσώπου της ιταλικής κουλτούρας ή του ευρωπαϊκού πνεύματος. Θα πρέπει να προσπαθήσεις να περιγράψεις το ανυπόφορο χωρίς να έχεις τίποτα που να σε βγάλει απ'την τρύπα. Να μείνεις πιστός σ'αυτή την ανεξήγητη σιωπή. Δεν θα μπορείς να απαντήσεις για τον ανυπόφορο χαρακτήρα της παρά μόνο με τα μέσα που υπάρχουν μέσα της.

Πότε μια εποχή δεν ήταν πιο διαθέσιμη να υπομείνει τα πάντα και, την ίδια στιγμή, να τα βρίσκει όλα ανυπόφορα. Άνθρωποι που καταπίνουν καθημερινά το αδύνατον να κατεβεί έχουν αυτή την λέξη έτοιμη στα χείλη τους κάθε φορά που πρέπει να εκφράσουν την γνώμη τους πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα. Αλλά με το που δοκιμάζουν να του δώσουν έναν ορισμό, καταλαβαίνουμε ότι το ανυπόφορο περιορίζεται "στον βασανισμό και στον κομματιασμό ανθρωπίνων σωμάτων" - έτσι, κατά τα άλλα, τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα είναι υποφερτά.

Ένας από τους λόγους της σιωπής των Ιταλών είναι σίγουρα ο θόρυβος των μίντια. Από τότε που άρχισαν όλα, εφημερίδες και τηλεόραση - μέχρι σήμερα οι κύριοι διοργανωτές της υποστήριξης στο καθεστώς - ξεσηκώθηκαν ομόφωνα εναντίον του. Έτσι κατακρεούργησαν κυριολεκτικά τους ανθρώπους, και οι λέξεις, που ξαναβρίσκουμε αργά και κοπιαστικά, δεν μπόρεσαν να συνοδευτούν από κάποιο αποτέλεσμα.

Ένας από τους νόμους - όχι τόσο κρυφός όσο νομίζουμε - της θεαματικο-δημοκρατικής κοινωνίας στην οποία ζούμε θέλει, στις στιγμές σοβαρής κρίσης του καθεστώτος, η μιντιοκρατία να αποσπάται φαινομενικά από το καθεστώς του οποίου αποτελεί τέλειο τμήμα, για να ελέγξει την διαμαρτυρία ώστε να μην γίνει επανάσταση. Δεν είναι πάντα αναγκαίο, όπως στην Τιμισοάρα, να κάνουν ότι πρόκειται για ένα γεγονός. Αρκεί να προτρέχουν όχι μόνο των γεγονότων (δηλώνοντας, π.χ., όπως το κάνουν πολλές εφημερίδες εδώ και μήνες, ότι η επάνασταση έγινε ήδη) αλλά και των αισθημάτων των πολιτών, να τα εκφράζουν σε πρωτοσέλιδο πριν κυκλοφορήσουν κερδίζοντας σε φωνή και χειρονομία στις συζητήσεις και στις ανταλλαγές απόψεων. Θυμάμαι ακόμα, την επαύριο της χαμένης εξουσιόδοτησης για την παραπομπή Κράξι, την εντύπωση παράλυσης που μου κανε η λέξη ΝΤΡΟΠΗ με μεγάλα γράμματα στο πρωτοσέλιδο μιας από της ημερήσιες του καθεστώτος. Το να βρεις πρωί πρωί, έτοιμη στην πρώτη σελίδα, την λέξη να πεις, δημιουργεί ένα αποτέλεσμα μοναδικό, καθησυχαστικό και στερητικό ταυτόχρονα. Και μια καθησυχαστική στέρηση (δηλ. το αίσθημα που δοκιμάζει αυτός που απαλλοτροιώθηκε της ικανότητάς του να εκφραστεί) είναι το κυρίαρχο πάθος σήμερα στην Ιταλία.

Ζούμε σήμερα στην Ιταλία σε μια κατάσταση απόλυτης απουσίας νομιμότητας. Βέβαια, εδώ και καιρό, η νομιμοποίηση του Έθνους-κράτους περνούσε παντού μια κρίση της οποίας το πιο πρόδηλο σύμπτωμα ήταν ακριβώς η μανιώδης προσπάθεια να κερδιθεί σε νόμο, μέσω ενός πολλαπλασιασμού ρυθμίσεων δίχως προηγούμενο, ό,τι χανόταν σε νομιμότητα. Αλλά πουθενά η παρακμή δεν έπιασε τον ακραίο όριο μέσα στο οποίο συνηθίζουμε να ζούμε. Δεν υπάρχει αρχή ούτε δημόσια εξουσία που να μην εκθέτει τώρα στην γύμνια το κενό της και την ίδια της την απόρριψη. Η δικαιοσύνη σώθηκε από αυτή την παρακμή για το μόνο λόγο ότι δρα, σαν μια απ'τις Ερινύες της ελληνικής τραγωδίας που έπεσε κατα λάθος σε κωμωδία, μόνο σαν αρχή τιμωρίας και εκδίκησης.

Αυτό σημαίνει όμως ότι η Ιταλία γίνεται πάλι το προνομιακό πολιτικό εργαστήρι που ήταν στην δεκαετία του '70. Τότε, οι κυβερνήσεις κι οι υπηρεσίες όλου του κόσμου είχαν παρατηρήσει με μια προσεκτική συμμετοχή (αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε  δεδομένου ότι είχαν συμμετάσχει ενεργά στην εμπειρία) του πως μια τρομοκρατία καλά προσανατολισμένη μπορούσε να λειτουργεί ως μηχανισμός ανα-νομιμοποίησης ενός απαξιωμένου συστήματος. Τώρα, τα ίδια μάτια παρατηρούν με περιέργεια πως μια συνταγματική εξουσία μπορεί να οδηγήσει την αλλαγή προς ένα νέο σύνταγμα χωρίς να περάσει από μια συντακτική εξουσία. Πρόκειται φυσικά για μια λεπτεπίλεπτη εμπειρία κατα την διάρκεια της οποίας είναι πίθανον (κι αυτό δεν θα ήταν αναγκαστικά η χειρότερη λύση) ο ασθενής να αποβιώσει.

Ακούμε συχνά σήμερα πολιτικούς (ιδίως των πρόεδρο της δημοκρατίας) και δημοσιογράφους να επιστούν την προσοχή των πολιτών πάνω στην υποτιθέμενη κρίση της "έννοιας του Κράτους". Άλλοτε, μιλούσαμε μάλλον για τον "λόγο του Κράτους" (στα γαλλικά, raison d'Etat) που όριζε ο Botero χωρίς να κρύψει ως "έννοια των μέσων για την εγκαθίδρυση, την διατήρηση και την ανάπτυξη της κυριαρχίας επί των λαών". Τι κύβεται πίσω από αυτό το γλίστρημα από τον λόγο προς την έννοια, από το λογικό προς το άλογο; Αφού το να μιλάμε σήμερα για "λόγο του Κράτους" θα ήταν ανάρμοστο, η εξουσία ψάχνει μια ύστατη δυνατότητα σωτηρίας σε μια "έννοια" που δεν ξέρουμε να την τοποθετήσουμε καλά και που θυμίζει την έννοια της τιμής της μοναρχίας. Άλλα ένα Κράτος που έχασε τον λόγο του, έχασε και τις αισθήσεις του. Τυφλό και κωφό, πάει μπουσουλώντας να βρει το τέλος του, αμέριμνο για την καταστροφή όπου σέρνει τον εαυτό του και τους υπηκόους του.

Για τι πράγμα έχουν να μετανοιώσουν οι Ιταλοί; Μέλη των Ε. Ταξιαρχιών και της Μαφίας ήταν οι πρώτοι, κι από τότε, παρακολουθήσαμε μια ατέλειωτη παρέλαση προσώπων τρομερών στην πεποίθησή τους, αποφασισμένων στην ταλάντευσή τους. Πότε-πότε, στην περίπτωση των μαφιόζων, το πρόσωπο εμφανιζόταν στη σκιά για να αποφύγει την αναγνώριση κι ακούγαμε "μόνο μια φωνή". Απ'αυτή την υπόκωφη φωνή που βγήκε από τη σκιά είναι που η συνείδηση κάνει σήμερα την έκκλησή της σαν η εποχή μας να μην γνώριζε άλλη ηθική εμπειρία από την μετάνοια. Εδώ είναι όμως που προδίδεται η μη-συνοχή αυτής της εποχής. Γιατί η μετάνοια είναι η πιο ύποπτη των κατηγοριών της ηθικής κι, επιπλέον, είναι αβέβαιο για το αν ανήκει στην τάξη των καθαρά ηθικών εννοιών. Γνωρίζουμε την αποφασιστική κίνηση μέσω της οποίας ο Σπινόζα αρνείται κάθε λόγο ύπαρξης της μετάνοιας στην Ηθική του: αυτός που μετανοιώνει, λέει, είναι δυό φορές ανάξιος, μια φορά που έκανε μια πράξη για την οποία όφειλε να μετανοιώσει, και μια δεύτερη που μετάνοιωσε. Αλλά ήδη όταν τον 12ο αιώνα η μετάνοια διαπερνά με δύναμη την ηθική και το καθολικό δόγμα, εμφανίζεται ταυτόχρονα ως πρόβλημα. Πως να αποδειχτεί η αυθεντικότητα της μετάνοιας; Εδώ, το στρατόπεδο θα διαιρεθεί γρήγορα μεταξύ εκείνων όπως ο Abélard που απαιτούσαν μόνο το σφίξιμο της καρδιάς και των "σωφρονιστών" για τους οποίους αντίθετα δεν μετρούσε τόσο η απροσδιόριστη εσωτερική διάθεση της μετάνοιας όσο η εκπλήρωση εξωτερικών πράξεων δίχως αμφισημίες. Το όλο ζήτημα κλείστηκε σε ένα φαύλο κύκλο: οι εξωτερικές πράξεις έπρεπε να βεβαιώνουν την ειλικρίνεια της μετάνοιας και το εσωτερικό σφίξιμο να εγγυάται την αυθεντικότητα των έργων με την λογική που κάνει σήμερα στα δικαστήρια την καταγγελλία των συντρόφων εγγύηση της αληθινής μετάνοιας και την εσωτερική μετάνοια να εγγυάται την αυθεντικότητα της καταγγελλίας.

Το ότι η μετάνοια κατέληξε στις αίθουσες των δικαστηρίων δεν είναι κατα τα άλλα τυχαίο. Η αλήθεια είναι ότι παρουσιάζεται από την αρχή ως ένας αμφίβολος συμβιβασμός μεταξύ ηθικής και δικαίου. Μέσω της μετάνοιας, μια θρησκεία που πέρασε σε επαφή με αμφιλεγόμενο τρόπο με την κοσμική εξουσία προσπαθεί χωρίς να το καταφέρνει να δικαιολογήσει τον συμβιβασμό της εγκαθιδρύοντας μια αναλογία μεταξύ μετάνοιας και τιμωρίας και μεταξύ εγκλήματος και αμαρτίας. Αλλά δεν υπάρχει πιο εύγλωττο σήμα της αναπόφευκτης ερήμωσης κάθε ηθικής εμπειρίας από τη σύγχυση μεταξύ ηθικό-θρησκευτικών κατηγοριών και νομικών εννοιών που έφτασε στις μέρες στον παροξυσμό της. Εκεί που μιλάμε για ηθική, σήμερα, οι άνθρωποι έχουν στα χείλη μόνο κατηγορίες δικαίου, κι εκεί που κάνουμε νόμους και δίκες, είναι αντίθετα ηθικές κατηγορίες που μεταχειριζόμαστε σαν πέλεκεις ραβδούχων.

Η σοβαρότητα με την οποία οι λαϊκοί βιάστηκαν να χαιρετήσουν την άφιξη της μεταμέλειας - ως πράξης συνείδησης που κανείς δεν μπορεί να της επιτεθεί - στους κώδικες και στους νόμους είναι άλλο τόσο ανεύθυνη. Διότι αν αυτός που είναι υποχρεωμένος μέσω μιας κίβδηλης καταδίκης να παίξει όλη του την εσωτερική εμπειρία πάνω σε μια ψεύτικη έννοια είναι πραγματικά δυστυχής, γι'αυτόν ίσως υπάρχει ακόμα μια ελπίδα. Αλλά για τους μιντιο-κράτορες με την ιδιότητα που ηθικολόγου και για τους διδασκάλους της τηλεόρασης που έχτισαν τις σπουδαίες νίκες τους πάνω στην δυστυχία του, όχι, γι'αυτούς εδώ δεν υπάρχει πραγματικά καμμιά ελπίδα.

Οι "ψυχές του καθαρτηρίου" στους δρόμους της Νάπολης. Πρόκειται για αγαλματάκια από πηλό που αναπαριστούν σε μικρές βιτρίνες τις ψυχές του καθαρτηρίου τυλιγμένες στις φλόγες και που αποτελούν ακόμα αντικείμενα λατρείας. Χτες, είδα μια μεγάλη βιτρίνα, κόντα στην οδό Δικαστηρίων, που όλα της τα αγαλματάκια είχαν σπασμένα χέρια. Ήταν ριγμένα κάτω, δεν είχαν πλεόν την στάση της επίκλησης, άχρηστα εμβλήματα ενός βασανισμού χειρότερου κι απ'τις φλόγες.

Για τι ντρέπονται οι Ιταλοί ; Στις δημόσιες συζητήσεις όπως και στις κουβέντες του δρόμου και του καφενείου, μένουμε έκλπηκτοι από την συχνότητα με την οποία η έκφραση "δεν ντρέπεστε!" πέφτει, όταν ανεβαίνουν οι τόνοι, στο παραπάνω σημείο σαν να περιείχε κάθε φορά το αποφασιστικό επιχείρημα. Βέβαια, η ντροπή είναι ο πρόλογος της μετανοίας και η μετάνοια είναι σήμερα στην Ιταλία το βασικό χαρτί. Αλλά κανείς απ'αυτούς που το ρίχνει στη μούρη του άλλου δεν περιμένει πραγματικά να κοκκινήσει ξαφνικά και να δηλώσει μετανοιωμένος. Μπορούμε να στοιχηματίσουμε κιόλας ότι δεν θα το κάνει. Αλλά στο παράξενο παιχνίδι που παίζουν όλοι εκεί πέρα, φαίνεται ότι ο πρώτος που θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει την έκφραση να παίρνει την αλήθεια με το μέρος του. Αν η μετάνοια σημαδεύει την σχέση των Ιταλών με το καλό, η ντροπή διέπει την σχέση τους με την αλήθεια. Κι όπως η μετάνοια είναι η μόνη τους ηθική εμπειρία, δεν έχουν άλλη σχέση με την αλήθεια παρά την ντροπή. Αλλά πρόκειται για μια ντροπή που επέζησε σε σχέση με αυτούς που θα έπρεπε να την δοκιμάσουν κι έγινε αντικειμενική κι απρόσωπη όπως μια αλήθεια δικαίου. Σε μια δίκη όπυ το σημαντικό μερίδιο έρχεται στη μετάνοια, η ντροπή είναι η μόνη αλήθεια που μπορεί να αντιπαρέλθει του πράγματος που κρίνεται.

Ο Μαρξ είχε ακόμα μια εμπιστοσύνη στην ντροπή. Απαντά στο Rouge που του έλεγε ότι δεν κάνουμε επαναστάσεις με ντροπή, ότι η ντροπή είναι ήδη επανάσταση και την ορίζει ως "ένα είδος οργής στραμμένης προς τον εαυτό". Αλλά αυτό για το οποίο μιλούσε ήταν η "εθνική ντροπή" που αφορά όλους τους λαούς στις σχέσεις με τους άλλους, και των Γερμανών έναντι των Γάλλων. Ο Primo Levi μας έδειξε αντίθετα ότι υπάρχει σήμερα μια "ντροπή του να είσαι άνθρωπος", μια ντροπή με την οποία κάθε άνθρωπος κατά κάποιο τρόπο λεκιάστηκε. Ήταν - κι είναι ακόμα - η ντροπή των στρατοπέδων, το ότι συνέβη αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί. Κι είναι μια ντροπή αυτού του είδους, λέμε δίκαι, που δοκιμάζουμε σήμερα έναντι της πολλής χυδαιότητας της σκέψης, με κάτι τηλεοπτικές εκπομπές, με τα πρόσωπα των παρουσιαστών και το σίγουρο χαμόγελο των "ειδικών" που δίνουν χαρούμενα την βοήθεια τους στο πολιτικό παιχνίδι των μίντια. Όποιος δοκίμασε αυτή την σιωπηρή ντροπή  του να είναι άνθρωπος έκοψε μέσα του κάθε δεσμό με την πολιτική εξουσία μέσα στην οπία ζει. Τρέφει την σκέψη του κι εγκαινιάζει μια επανάσταση και μια έξοδο της οποίας μόλις καταφέρνει να δει το τέλος.

(Ο Joseph K., την στιγμή που τα μαχαίρια των δήμιων θα διασχίουν την σάρκα του, καταφέρνει σε μια τελευταία αστραπή να κρεμαστεί από την ντροπή που θα επιβιώσει)

Τίποτα δεν είναι πιο αηδιαστικό από την αδιαντροπιά όσων έκαναν το χρήμα το μοναδικό λόγο της ζωής τους και που κουνούν κανονικά, τακτικά το φάντασμα της οικονομικής κρίσης, και των πλουσίων που κηρύσσουν σήμερα την λιτότητα για να προειδοποίησουν ότι οι θυσίες θα είναι αναγκαίες για όλους. Η υπακοή όσων έγιναν ανόητα συνένοχοι της κατάρρεσης του δημόσιου χρέους δίνοντας στο κράτος τις οικονμίες τους με αντάλλαγμα κρατικά ομόλογα είνα εξίσου εκλπηκτική. Αποταμιεύουν χωρίς να κατάλαβαν το μάθημα κι ετοιμάζονται να σφίξουν την ζώνη. Όσοι όμως διατήρησαν κάποια διαύγεια ξέρουν ότι η κρίση είναι πάντα εδώ, ότι είναι ο εσωτερικός κινητήρας του καπιταλισμού στη παρούσα φάση του, όπως το κράτος εκτάκτου ανάγκης είναι η κανονική δομή της πολιτικής εξουσίας. Κι όπως το κράτος εκτάκτου ανάγκης ζητά να υπάρχουν μερίδες ολοένα πιο πολυάριθμες κατοίκων χωρίς πολιτικά δικαιώματα κι ακόμα όλοι οι πολίτες να μειωθούν οριακά σε γυμνή ζωή, έτσι η κρίση που έγινε μόνιμη απαιτεί όχι μόνο οι λαοί του τρίτου κόσμου να είναι ολοένα πιο φτωχοί αλλά ένα αυξανόμενο ποσοστό πολιτών της βιομηχανικής κοινωνίας να αποκλειστεί και να είναι χωρίς εργασία. Και δεν υπάρχει κράτος υποτιθέμενα δημοκρατικό που να μην είναι συμβιβασμένο μέχρι το λαιμό μ'αυτή την μαζικής παραγωγή ανθρώπινης μιζέριας.

Η τιμωρία όσων βγαίνουν από τη σφαίρα της αγάπης είναι να ανατίθενται στην εξουσία της Κρίσης: θα πρέπει να κρίνουν οι μεν τους άλλους.
Αυτό είναι το νόημα της πρωταρχικότητας του δικαίου στην εποχή μας: όλες οι άλλες θρησκευτικές κι ηθικες δυνάμεις έχασαν την ισχύ τους και δεν επιβιώνουν παρά μόνο ως αναστολή της ποινής, σε καμιά περίπτωση ως άρνηση της κρίσης. Έτσι, τίποτα δεν είναι πιο σκοτεινό απ'αυτή την ασυνθηκολόγητη δύναμη των νομικών κατηγοριοποιήσεων σ'ένα κόσμο όπου δεν αντικατοπτρίχουν πια κανένα κατανοητό ηθικό περιεχόμενο: η ισχύς τους είναι πραγματικά χωρίς σημασία όπως η στάση του φύλακα του νόμου στην παραβολή του Κάφκα είναι άπιαστη. Αυτή η απώλεια νοήματος, που μετατρέπει την πιο σίγουρη κατηγορία σε νόμο μη εκτελεστό λάμπει ξεκάθαρα στις ομολογίες Κράξι και των ισχυρών που μας κυβερνούσαν μέχρι χτες, την στιγμή που πρέπει να παραδώσουν την εξουσία σε άλλους, μάλλον όχι καλύτερους από τους ίδιους. Διότι εδώ η αναγνώριση της ενοχής είναι άμεσα καθολική έκκληση στην συνενοχή του καθενός έναντι όλων κι εκεί που όλος ο κόσμος είναι ένοχος, η κρίση είναι τεχνικά αδύνατη. (Ακόμα κι ο κύριος της ημέρας της Κρίσης θα απείχε απ'το να εκδόσει κατηγορητήριο αν έπρεπε να μείνουν μόνο κολασμένοι). Εκεί το δίκαιο βυθίζεται στην πρωταρχική εντολή που εκφράζει - με τα λόγια του αποστόλου Παύλου - την ενδόμυχη αντίφαση : να είσαι ένοχος !

Η κυριαρχία υτή του δικαίου δείχνει τέλεια την οριστική παρακμή της χριστιανικής ηθικής της αγάπης ως δύναμης που ενώνει τους ανθρώπους. Αλλά έτσι αποκαλύπτεται εξίσου κι η ασυνθηκολόγητη εγκατάλειψη κάθε μεσσιανικής πρόθεσης εκ μέρους της Εκκλησίας του Χριστού. Καθώς ο Μεσσίας είναι η μορφή μες την οποία η θρησκεία συγκρούεται με το πρόβλημα του νόμου, έπεται ένα οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον νόμο. Τόσο στον ιουδαϊσμό όσο και στον χριστιανισμό και στον σιιτισμό, το μεσσιανικό γεγονός σημαδεύει πράγματι πρώτα απ'όλα μια κρίση και μια ριζική μεταμόρφωση της καθαρά νομικής τάξης της θρησκευτικής παράδοσης. Ο παλαιός νόμος (η Τοράχ της δημιουργίας) που μετρούσε ως τότε χάνει την πρωτοκαθεδρία της. Αλλά είναι προφανές ότι δεν τίθεται απλά θέμα αντικατάστασής της από ένα νέο νόμο με διαφορετικές εντολές κι απαγορεύσεις ομογενείς στην ουσία τους με τις προηγούμενες. Εξ ου και τα παράδοξα του μεσσιανισμού που εξέφραζε ο Σαμπετάι Σεβί λέγοντας : "η ολοκλήρωση της Τοράχ συνίσταται στο ξεπέρασμά της" κι ο Χριστός (πιο μετριοπαθής από τον απόστ. Παύλο) διατύπωνε : "δεν ήρθα να ξεκάνω τον νόμο αλλά να τον φέρω στην ολοκλήρωσή του".
Κάνοντας έναν διαρκή συμβιβασμό με το δίκαιο, η Εκκλησία πάγωσε το μεσσιανικό γεγονός παραδίδοντας τον κόσμο στην εξουσία της κρίσης που χειρίζεται όμως αριστοτεχνικά υπο τη μορφή της συγχώρεσης και της άφεσης των αμαρτιών δια της μετανοίας (ο Μεσσίας δεν έχει ανάγκη από τέτοια άφεση: το "άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τους οφειλέτας ημών" δεν είναι παρά η πρόβλεψη της μεσσιανικής ολοκλήρωσης του νόμου). Η δουλειά που είχε αναθέσει ο μεσσιανισμός στην μοντέρνα πολιτική - το να σκεφτούμε μια ανθρώπινη κοινότητα που να μην είχε (αποκλειστικά) την μορφή του νόμου - περιμένει ακόμα τα πνεύματα που θα την αναλάβουν.

Σήμερα τα κόμματα που αυτοκαθορίζονται "προοδευτικά" κι οι συνασπισμοί που λέγονται "της αριστεράς" κέρδισαν τις διοικητικές εκλογές στις μεγάλες πόλεις όπου ψήφισαν. Είναι εκπληκτική η μανιώδης ενασχόληση των νικητών να παρουσιαστούν ως καθεστώς, να εξασφαλίσουν με κάθε κόστος τα παλιά οικονομικά, πολιτικά και θρησκευτικά φέουδα. Όταν ο Ναπολέων νίκησε τους Μαμελούκους στην Αίγυπτο, κάλεσε πρώτα τους προύχοντες πάνω στους οποίους στηριζόταν το παλιό καθεστώς και τους ενημέρωσ ότι τα προνόμια και οι λειτουργίες τους δεν θα άλλαζαν με τον νέο κυρίαρχο. Αφού εδώ δεν πρόκειται για την στρατιωτική κατάκτηση μιας ξένης χώρας, ο ζήλος με τον οποίο ένας άρχηγος κόμματος που ονομαζόταν προ ολίγου κομμουνιστικό, επέμεινε να εξασφαλίσει τραπεζίτες και καπιταλιστές δείχνοντας ότι η λίρα και το χρηματιστήριο ενσωμάτωσαν καλά το χτύπημα, είναι ατυχής για να μην πούμε κάτι άλλο. Η επιθυμία του να είσαι καθεστώς θα τους αφανίσει όπως και τους προηγούμενους.

Είναι σημαντικό να μπορείς να διακρίνεις μεταξύ ήττας και ατίμωσης. Η νίκη της δεξιάς στις πολιτικές εκλογές ήταν για την αριστερά μια ήττα, κάτι που δεν συνεπάγεται  ότι ήταν ταυτόχρονα μια ατίμωση. Αν, εννοείται, πρόκειται περισσότερο για ατίμωση, είναι διότι αυτή η αποτυχία έφτασε ως καταληκτική στιγμή μιας διαδικασίας εσωστρέφειας που είχε αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια. Υπηρξε ατίμωση αφού η ήττα δεν τέλειωσε μια μάχη πάνω σε αντιτιθέμενες θέσεις αλλά αποφάσισε μόνο ποιος είναι να εφαρμόσει μια ιδεολογία ταυτισμένη με το θέαμα, την αγορά και την επιχείρηση. Ένας καπιταλισμός με καβουράκι και ενοχές νικήθηκε από έναν απελυθερωμένο καπιταλισμό χωρίς κόμπλεξ (κάτι που ήταν προβλέψιμο). Γίνεται να δούμε σ'αυτό το πράγμα τίποτα άλλο από την αναγκαία συνέπεια μιας προδοσίας που άρχισε ήδη από την εποχή του σταλινισμού. Είναι δυνατόν. Όμως αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η εξέλιξη πο ολοκληρώθηκε από το τέλος της δεκαετίας του '70. Διότι τότε η διαφθορά από τις διάνοιες έπιασε την υποκριτική και καλοστεκούμενη μορφή που ονομάζεται σήμερα προοδευτισμός.

Στην Αρχαιολογίa μιας αποτυχίας, ο Jean-Claude Millner ταύτισε καθαρά την αρχή στο όνομα της οποίας ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία: συμβιβασμός. Η επανάσταση έπρεπε να συμβιβαστεί με το κεφάλαιο και με την εξουσία όπως η Εκκλησία έπρεπε να κάνει συμβόλαιο με τον μοντέρνο κόσμο. Έτσι, σιγά σιγά, πήρε μορφή η αρχή που κατηύθυνε την στρατηγική του προοδευτισμού προς την αποτυχημένη του πορεία για την εξουσία : υποχώρηση σε όλα, συμβιβασμός κάθε πράγματος με το αντίθετό του, της ευφυίας με την τηλεόραση και την διαφήμιση, της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο, της ελευθερίας της έκφρασης με το κράτος-θέαμα, της κοινωνίας με την βιομηχανική ανάπτυξη, της επιστήμης με την γνώμη, της δημοκρατίας με τον εκλογικό μηχανισμό, της ενοχής και της απάρνησης με την μνήμη και την πίστη.

Σήμερα βλέπουμε που οδήγησε αυτή η νεκρώσιμη στρατηγική. Σε κάθε τομέα, η αριστερά συνεργαστηκε ενεργά για την προετοιμασία εργαλείων και για συμφωνίες που η δεξιά, στην εξουσία τώρα, δεν έχει παρά να εφαρμόσει και να αναπτύξει για να πιάσουν δίχως πόνο τους στόχους της. Έτσι, ενώ τα ιταλικά συνδικάτα προσυπέγραφαν με τις συμφωνίες τους την ολοκληρωτική απόσυρση της εργατικής διαπραγμάτευσης, ένας νόμος που με πρόσχημα την αυτοτέλεια παρέδιδε το πανεπιστήμιο στην λογική της επιχείρησης επικροτήθηκε με ψήφους της αριστεράς.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ήταν που η εργατική τάξη αφοπλίστηκε σωματικά και πνευματικά από την γερμανική σοσιαλδημοκρατία πριν παραδοθεί στον ναζισμό. Κι ενώ οι πολίτες καλής θέλησης καλούνται να αγρυπνούν εν αναμονή φαντασιακών μετωπικών επιθέσεων, η δεξιά πέρασε ήδη από την σχισμή που η ίδια η αριστερά είχε ανοίξει στις γραμμές της.

Η κλασσική πολιτική έκανε μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ ζωής και βίου, μεταξύ της φυσικής ζωής και της πολιτικής ζωής, ανάμεσα στον άνθρωπο ως απλού έμβιου όντος που είχε την θέση του στο σπίτι, στον οίκο, και τον άνθρωπο ως πολιτικού υποκειμένου που είχε την θέση του στην πόλη, στην πολιτεία. Το λοιπόν, δεν ξέρουμε πια τίποτα απ'αυτά. Καμιά διάκριση δεν είναι πλέον δυνατή μεταξύ ζωής και βίου, μεταξύ της βιολογικής μας ζωής έμβιων όνταν  και της πολιτικής μας ύπαρξης, μεταξύ αυτού που δεν επικοινωνείται κι είναι άλαλο κι αυτό που μπορεί να ειπωθεί κι είναι επικοινωνίσιμο. Όπως το είχε γράψει άλλοτε ο Φουκώ, είμαστε ζώα των οποίων η πολιτική βάζει σε κίνδυνο ακόμα και την ζωή έμβιων όντων. Το να ζει κανείς στο κράτος εκτάκτου ανάγκης που έγινε ο κανόνας σημαίνει ότι το βιολογικό μας σώμα γίνεται αδιάκριτο από το πολιτικό μας σώμα, ότι οι εμπειρίες που λέγαμε κάποτε πολιτικές έχουν καταδοθεί ξαφνικά στο βιολογικό μας σώμα κι ότι οι ιδιωτικές εμπειρίες παρουσιάζονται έξαφνα εκτός από μας, σαν σώμα πολιτικό. Έπρεπε να συνηθίσουμε να σκεφτόμαστε και να γράφουμε μες την σύγχυση σωμάτων και τόπων, του έξω και του μέσα, αυτού που είναι βουβό κι αυτού που έχει λόγο, αυτού που είναι δουλικό κι αυτού που είναι ελεύθερο, αυτού που είναι ανάγκη κι αυτού που είναι επιθυμία. Κάτι που σημαίνει την εμπειρία της απόλυτης αδυναμίας, το να είσαι αντιμέτωπος κάθε φορά με τη μοναχικότητα και την σιωπή ακριβώς εκεί που προσμέναμε την κοινότητα και τον λόγο. Διασχίσαμε όπως μπορούσαμε αυτή την την αδυναμία ενώ είμασταν περιτριγυρισμένοι από τον χαμό των μίντια που όριζαν τον νέο πλανητικό χώρο όπου η εξαίρεση είχε γίνει ο κανόνας. Αλλ'είναι απ'αυτό το αβέβαιο πεδίο, απ'αυτή την κλειστή ζώνη αδιαφορίας και μη διαφοράς που πρέπει σήμερα να βρούμε το δρόμο για μια άλλη πολιτική, για ένα άλλο σώμα, για μια άλλη κουβέντα. Δεν θα μπορούσα να παραιτηθώ με καμιά πρόφαση από την αδιαφορία αυτή μεταξύ δημοσίου κι ιδιωτικού, βιολογικού σώματος και πολιτικού σώματος, ζωής και βίου. Εδώ είναι που πρέπει να ξαναβρώ το χώρο μου - εκεί, πουθενά αλλού. Μόνο μια πολιτική που εκκινεί απ'αυτή τη συνείδηση μπορεί να με ενδιαφέρει.

Ο Φόστερ διηγείται ότι σε μια από τις κουβέντες του με τον Καβάφη στην Αλαξάνδρεια, του λέει ο ποιητής: "Εσείς, οι Εγγλέζοι, δεν μπορείτε να μας καταλάβετε. Εμείς οι Έλληνες έχουμε χρεωκοπήσει εδώ και πολύ καιρό". Πιστεύω ότι ένα από τα ελάχιστα πράματα που μπορούμε να βεβαιώσουμε με σιγουριά είναι ότι από τότε όλοι οι λαοί της Ευρώπης (κι ίσως της γης) έχουν χρεωκοπήσει. Ζούμε μετά την χρεωκοπία των λαών, έγραφε ο Απολυνέρ που έλεγε: " Ζούσα στην εποχή που τέλειωναν οι βασιλιάδες". Κάθε λαός είχε τον δικό του τρόπο να χερωκοπήσει, και δεν είναι βέβαι αδιάφορο που για τους Γερμανούς αυτό σήμανε Χίτλερ κι Άουσβιτς, για τους Ισπανούς έναν εμφύλιο, για τους Γάλλους Βισύ, για άλλους λαούς όμως, τή ύσυχη και τρομερή δεκαετία του '50, για τους Σέρβους τους βιασμούς της Ομάρσκα. Σε τελική ανάλυση, μετρά μόνο για μας η νέα δουλειά που μας άφησε αυτή η χρεωκοπία. Ίσως να μην είναι και ακριβές να την χαρακτηρίσουμε ως δουλειά δεδομένου ότι δεν υπάρχει λαός να την αναλάβει. Όπως θα λεγε σήμερα χαμογελώντας ο αλεξανδρινός ποιητής : "τώρα, μπορούμε τουλάχιστον να σας καταλάβουμε αφού κι εσείς επίσης χρεωκοπήσατε".

Giorgio Agamben, 1995

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Shekina

Όταν τον νοέμβρη του 1967, ο Guy Debord  δημοσίευσε το Η κοινωνία του θεάματος, ο μετασχηματισμός της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής συνολικά, σε μια θεαματική φαντασμαγορία δεν είχε πάρει ακόμα την ακραία μορφή που μας είναι σήμερα εντελώς οικεία. Τόσο πιο αξιοσημείωτη είναι η άπαιχτη διαύγεια της διάγνωσης του Debord.

Ο καπιταλισμός στην τελική του μορφή  - εξηγεί ο Debord ριζοσπαστικοποιώντας την μαρξιστική ανάλυση του εμπορεύματος ως φετίχ που ήταν περιέργως παραμελημένη στα χρόνια του - παρουσιάζεται σαν μια τεράστια συσώρρευση θεαμάτων όπου ό,τι ήταν άμεσα βιωμένο απομακρύνεται σε μια αναπαράσταση. Το θέαμα όμως δεν συμπίπτει απλά με την σφαίρα των εικόνων ή με αυτό που σήμερα ονομάζουμε μίντια. Αποτελεί "μια κοινωνική σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα διαμεσολαβημένη από εικόνες", την αλλοτροίωση και την απαλλοτροίωση της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνικότητας. Ή μάλλον σύμφωνα με μια σύντομη διατύπωση: "το θέαμα είναι το κεφάλαιο που έπιασε τέτοιο βαθμό συσώρρευσης που γίνεται εικόνα". Αλλά στο εξής το θέαμα δεν είναι παρά η καθαρή μορφή του χωρισμού: εκεί που ο πραγματικός κόσμος μετασχηματίστηκε σε μια εικόνα κι όπου οι εικόνες γίνονται πραγματικές, η δύναμη της πράξης του ανθρώπου χωρίζεται από την ίδια και παρουσιάζεται σαν ένας κόσμος από μόνος του. Είναι στην μορφή αυτού του κόσμου, του χωρισμένου κι οργανωμένου μέσω των μίντια, των μέσων, όπου οι μορφές του κράτους και της οικονομίας διαπερνούν η μια την άλλη, όπου η οικονομία του εμπορίου γίνεται το καθεστώς της απόλυτης κυριαρχίας και της ανευθυνότητας ως προς ολόκληρη την κοινωνική ζωή. Αφού φαλκίδευσε το σύνολο της παραγωγής, μπορεί τώρα να μεταποιήσει την συλλογική αντίληψη και να αρπάξει την μνήμη και την κοινωνική επικοινωνία για να τις μετασχηματίσει σε ένα και μόνο θεαματικό εμπόρευμα όπου τα πάντα μπορούν να αμφισβητηθούν εκτός από το ίδιο το θέαμα που δεν λέει τίποτα εκτός από το "ό,τι βγαίνει είναι καλό κι ό,τι είναι καλό βγαίνει".

Με ποιό τρόπο μπορεί να υποδεχτεί σήμερα η σκέψη την κληρονομιά του Debord, σ'αυτή την εποχή του απόλυτου θριάμβου του θεάματος; Διότι είναι ξεκάθαρο ότι το θέαμα είναι η γλώσσα, η επικοινωνιακότητα ή το γλωσσικό είναι του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι η μαρξιστική ανάλυση πρέπει να ενσωματωθεί κατά την έννοια ότι το κεφάλαιο (ή όποιο είναι το όνομα που θέλουμε να δώσουμε στη διαδικασία που κυριαρχεί σήμερα πάνω στην παγκόσμια ιστορία) δεν αποσκοπούσε μόνο στην αποποίηση της παραγωγικής δραστηριότητας αλλά επίσης και κυρίως στην απαλλοτροίωση της ίδιας της γλώσσας, της γλωσσικής και της επικοινωνιακής φύσης του ανθρώπου, του λόγου τον οποίο ο Ηράκλειτος ταυτίζει με το Κοινό. Η ακραία μορφή αυτής της απαλλοτροίωσης του κοινού είναι το θέαμα, δηλαδή η πολιτική μέσα στην οποία ζούμε. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι στο θέαμα η καθαρή γλωσσική μας φύση έρχεται σ'εμάς αντεστραμμένη. Γι'αυτό το λόγο (για τη ακρίβεια στο βαθμό που η ίδια η δυνατότητα ενός κοινού καλού βρίσκεται απαλλοτροιωμένη) η βία του θεάματος είναι τόσο καταστρεπτική. Αλλά και για τον ίδιο λόγο το θέαμα περιέχει ακόμα, κάτι σαν μια θετική δυνατότητα που μπορεί να αντιστραφεί εναντίον του.

Τίποτα δεν εκφράζει καλύτερα αυτή την κατάσταση από το σφάλμα που οι καββαλιστές ονομάζουν "απομόνωση της Shekina" κι αποδίδουν στον Aher, έναν από τους τέσσερεις δασκάλους που μπήκαν, σύμφωνα με ένα διάσημο "Μύθο" του Ταλμούδ,  στον Κήπο, δηλαδή στην ύστατη γνώση. "Τέσσερεις δάσκαλοι μπήκαν στον Παράδεισο : ο Ben Azai, o Ben Zoma, o Aher κι o δάσκαλος Akiba... Ο Ben Azai έριξε ένα βλέμμα και πέθανε... Ο Ben Zoma κοίταξε και τρελάθηκε.... Ο Aher έκοψε τα κλαδιά... Ο δάσκαλος Akiba βγήκε σώος".

Η Shekina είναι η τελευταία από τις επτά Sephiroth ή τις ιδιότητες της θεϊκότητας, είναι αυτή που εκφράζει την ίδια την θεϊκή παρουσία, την εκδήλωση της ή την διαμονή της επι γης, τον "λόγο" της. Η κοπή των κλαδιών από τον Aher ταυτίστηκε από τους καββαλιστές με το αμάρτημα του Αδάμ που αντί να θαυμάσει όλες τις Sephiroth προτίμησε να θαυμάσει την τελευταία απ'αυτές απομονώνοντάς την από τις άλλες και χωρίζοντας έτσι το δέντρο της Γνώσης από το δέντρο της Ζωής. Όπως ο Αδάμ, ο Aher αναπαριστά την ανθρωπότητα στον βαθμό που, κάνοντας την γνώση πεπρωμένο και ιδιαίτερη δύναμη, απομονώνει την γνώση και τον λόγο που δεν είναι παρά η πιο ολοκληρωμένη μορφή της θεϊκής παρουσίας (η Shekina) από τις άλλες Sephiroth όπου αυτή αποκαλύπτεται. Το ρίσκο εδώ είναι ότι ο λόγος - δηλαδή η μη-υπογείωση κι η αποκάλυψη κάποιου πράγματος - χωρίζεται απ'αυτό που αποκαλύπτει κι αποκτά μια αυτόνομη συνοχή. Το αποκαλυφθέν κι εκδηλωμένο είναι - κι επομένως, το κοινό είναι όπου μπορούμε να συμμετέχουμε - χωρίζεται από το πράγμα που αποκαλύπτεται και μπαίνει ανάμεσα στο πράγμα και τους ανθρώπους. Σ'αυτή την κατάσταση της εξορίας, η Shekina χάνει την θετική της δύναμη και γίνεται κακούργα (οι καββαλιστές λεν ότι "πίνει το γάλα του κακού").

Κατ'αυτή την έννοια η απομόνωση της Shekina εκφράζει την κατάσταση του καιρού μας. Ενώ στο παλιό καθεστώς, η απαλλοτροίωση της επικοινωνιακής ουσίας του ανθρώπου αποκτούσε σάρκα και οστά σε μια προϋπόθεση που εξυπηρετούσε ως κοινό θεμέλιο, στην κοινωνία του θεάματος είν'η ίδια η επικοινωνιακή δύναμη, η γενεσιουργός ουσία (δηλαδή η γλώσσα) που βλέπει τον εαυτό της χωρισμένο σε μια αυτόνομη σφαίρα. Αυτό που εμποδίζει την επικοινωνία είναι η ίδια η δυνατότητα επικοινωνίας. Οι άνθρωποι χωρίστηκαν απ'αυτό που τους ενώνει. Οι δημοσιογράφοι και οι μιντιο-κράτορες αποτελούν τους νέους κληρικούς της απαλλοτροίωσης της γλωσσικής φύσης του ανθρώπου.

Στην κοινωνία του θεάματος, η απομόνωση της Shekina φτάνει στην ακραία της φάση όπου η γλώσσα δεν συγκροτείται μόνο σε μια αυτόνομη σφαίρα αλλά δεν μπορεί πλέον να αποκαλύψει τίποτα - η καλύτερα αποκαλύπτει την ανυπαρξία κάθε πράγματος. Τίποτα δεν απομένει από τον θεό, τον κόσμο, την αποκάλυψη στην γλώσσα: αλλά σ'αυτήν την ακραία καταστρεπτική αποκάλυψη, η γλώσσα (η γλωσσική φύση του ανθρώπου) μένει πάλι κρυμμένη και χωρισμένη και κρατά έτσι για τελευταία φορά την εξουσία να εγκαθιδρυθεί ανείπωτη σε μια εποχή και σε μια κατάσταση: η εποχή του θεάματος ή το ολοκληρωμένο κράτος του μηδενισμού. Γι'αυτό το λόγο οι εγκατεστημένες εξουσίες πάνω σε μια προηγούμενη προϋπόθεση ταρακουνιούνται σήμερα παντού στον πλανήτη κι οι επι γης βασιλείες κατευθύνονται προς το δημοκρατικο-θεαματικό καθεστώς που είναι η ολοκλήρωση της μορφής Κράτος. Πάνω από την οικονομική αναγκαιότητα ή την τεχνολογική ανάπτυξη, αυτό που ωθεί τα έθνη της γης σε ένα μοναδικό κοινό πεπρωμένο, είναι η απαλλοτροίωση του γλωσσικού είναι, η εκρίζωση κάθε λαού από την ζωτική του κατοικία στην γλώσσα.

Αλλά για τον ίδιο λόγο ακόμα, η εποχή που ζούμε είναι επίσης αυτή όπου γίνεται για πρώτη φορά δυνατόν να βιώσουν οι άνθρωποι την δικιά τους γλωσσική ουσία - όχι αυτού ή του άλλου περιεχομένου της γλώσσας, αλλά της ίδιας της γλώσσας, όχι αυτής της ή της άλλης αληθινής πρότασης, αλλά το γεγονός ότι μιλάμε. Η σύγχρονη πολιτική είναι αυτό το καταστρεπτικό γλωσσικό πείραμα που αποσυνδέει κι αδειάζει σ'όλο τον πλανήτη παραδόσεις και πίστεις, ιδεολογίες και θρησκείες, ταυτότητες και κοινότητες.

Μόνο αυτοί που θα καταφέρουν να φέρουν εις πέρας αυτό το experimentum linguae χωρίς να αφήσουν να μείνει κρυμμένο ό,τι αποκαλύπτει στο τίποτα που αναδεικνύει, αλλά φέρνοντας στην γλώσσα την ίδια την γλώσσα, θα είναι οι πρώτοι πολίτες μιας κοινότητας δίχως προϋποθέσεις ούτε κράτος όπου η εκμηδενιστική και καθοριστική εξουσία αυτού που είναι κοινό θα ειρηνεύσει κι όπου η Shekina θα σταματήσει να πίνει το χαλασμένο γάλα του χωρισμού της.

Σαν τον δάσκαλο Akiba στον "Μύθο" του Ταλμούδ, αυτοί εκεί θα μπουν και θα βγουν σώοι από τον παραδείσο της γλώσσας.

(απόπειρα μετάφρασης ενός δοκιμίου που κυκλοφορεί μέσω του Η κοινότητα που έρχεται)

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Χωρίς τάξεις

Αν έπρεπε σκεφτούμε άλλη μια φορά την τύχη της ανθρωπότητας με όρους τάξης, θα’πρεπε να πούμε ότι δεν υπάρχουν πλέον σήμερα κοινωνικές τάξεις αλλά μόνο μία παγκόσμια μικρο-αστική τάξη μέσα στην οποία διαλύθηκαν όλες οι παλιές τάξεις: η μικρο-αστική τάξη κληρονόμησε τον κόσμο, είναι η μορφή μέσα από την οποία η ανθρωπότητα επιβίωσε επί του μηδενισμού.


Αυτό είναι όμως ακριβώς που είχαν καταλάβει εξίσου ο φασισμός κι ο ναζισμός, και το ότι είχαν δει καθαρά την αμετάκλητη παρακμή των παλιών κοινωνικών υποκειμένων συνιστά στην πραγματικότητα την αξεπέραστη σφραγίδα της μοντερνικότητάς τους. (Κατά μια άποψη στενά πολιτική, ο φασισμός κι ο ναζισμός δεν έχουν ξεπεραστεί καθόλου και ζούμε ακόμη υπό τη σκέπη τους). Αντιπροσώπευαν, παρ’όλ’αυτά, ο φασισμός κι ο ναζισμός, μια εθνική μικρο-αστική τάξη που ήταν ακόμα δεμένη σε μια επίπλαστη λαϊκή ταυτότητα πάνω στην οποία έπιασαν όνειρα αστικού μεγαλείου. Η παγκόσμια μικρο-αστική τάξη, αντίθετα, χειραφετήθηκε απ’αυτά τα όνειρα, κι ιδιοποιήθηκε την ικανότητα του προλεταριάτου στο να απορρίπτει κάθε αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Ο μικροαστός εκμηδενίζει ό,τι είναι με την χειρονομία με την οποία φαίνεται να προσυπογράφει στενοκέφαλα σ’αυτό που είναι: δεν γνωρίζει παρά το μη αυθεντικό και το μη δικό του, και φτάνει στο σημείο να αρνηθεί ακόμα και την ιδέα ότι είπε κάτι δικό του. Οι διαφορές γλωσσών, διαλέκτων, τρόπων ζωής, χαρακτήρα, συνηθειών, ακόμα κι οι φυσικές ιδιαιτερότητες του καθενός, που αποτελούσαν την αλήθεια και το ψέμα των λαών και των γενιών που πέρασαν από τη γη, δεν έχουν καμιά σημασία πλέον γι’αυτόν, καμιά δυνατότητα έκφρασης κι επικοινωνίας. Στην μικρο-αστική τάξη, οι ποικιλλομορφίες που σημάδεψαν τον τραγέλαφο της παγκόσμιας ιστορίας είναι εκτεθειμένες στη συλλογή μιας φαντασμαγορικής κενότητας.

Στο μεταξύ όμως, η ανοησία της ατομικής ύπαρξης, που έχει κληρονομηθεί από τα υπόγεια του μηδενισμού, έφτασε σε τέτοιο βαθμό που έχασε κάθε πάθος, και μεταμορφώθηκε, ανοιχτά σε αφίσα, σε καθημερινή έκθεση : τίποτα δεν μοιάζει πια με τη ζωή της νέας ανθρωπότητας εκτός από ένα διαφημιστικό που είναι σαν να σβήσαμε κάθε ίχνος του διαφημιζόμενου προϊόντος. Αλλά η αντίφαση του μικροαστού συνίσταται στο να ψάχνει ακόμα σ’αυτό το διαφημιστικό, το προϊόν που τον κάνει να αισθάνεται μείον, επιμένοντας μάταια, μολαταύτα, να ιδιοποιηθεί μια ταυτότητα που έγινε, στην πραγματικότητα, απολύτως μη δική του και χωρίς σημασία. Ντροπή κι υπεροψία, κομφορμισμός και περιθωριακότητα αποτελούν τους ακραίους πόλους της συναισθηματικής τονικότητας του μικροαστού.

Το γεγονός είναι ότι η ανοησία της ύπαρξής του συγκρούεται με έναν ακόμα παραλογισμό πάνω στον οποίο κάθε διαφήμιση ναυαγεί : τον θάνατο. Μ’αυτόν εδώ, ο μικροαστός προλαβαίνει την τελευταία απαλλοτρίωση, την ύστατη στέρηση της ατομικότητας : την ζωή στη γύμνια της, το απολύτως ανεπικοινώνητο, όπου τελικά η ντροπή μπορεί να αναπαυθεί εν ειρήνη. Έτσι, με τον θάνατο καλύπτει το μυστικό που οφείλει όμως να αρνείται να ομολογήσει : και στην γύμνιά της ακόμα, η ζωή στην πραγματικότητα του είναι ξένη και καθαρά εξωτερική, δεν υπάρχει γι’αυτόν καταφύγιο επί γης.

Αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια μικρο-αστική τάξη είναι προφανώς η μορφή με την οποία η ανθρωπότητα είναι έτοιμη να προχωρήσει προς την καταστροφή της. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι η τάξη αυτή αντιπροσωπεύει μια ασύγκριτη ευκαιρία για την ιστορία της ανθρωπότητας, που δεν πρέπει με τίποτα να την αφήσουμε να χαθεί. Διότι αν οι άνθρωποι , αντί να ψάχνουν ακόμα για μια δική τους ταυτότητα στην μορφή πλέον της μη δικής και άλογης ατομικότητας, κατάφερναν να προσχωρήσουν στο μη δικό ως τέτοιο, στο να κάνουν από το δικό τους έτσι-είναι, όχι μια ταυτότητα, αλλά μια μοναδικότητα, κοινή κι απολύτως εκτεθειμένη, αν, με άλλα λόγια, οι άνθρωποι μπορούσαν να μην είναι έτσι σύμφωνα με τη μια ή την άλλη ιδιαίτερη βιογραφική ταυτότητα, αλλά να είναι μόνο το έτσι, να είναι δηλαδή η μονάδική τους εξωτερικότητα και το πρόσωπό τους, τότε η ανθρωπότητα θα είχε πρόσβαση για πρώτη φορά σε μια κοινότητα χωρίς προϋπόθεση και χωρίς αντικείμενο, σε μια επικοινωνία που δεν θα γνώριζε πια το ακοινώνητο.

Η επιλογή, μέσα στην νέα παγκόσμια ανθρωπότητα, των χαρακτήρων που επιτρέπουν την επιβίωσή της, η μετακίνηση του λεπτού διαφράγματος που χωρίζει την κακή διαμεσολαβημένη δημοσιότητα από την τέλεια εξωτερικότητα που δεν επικοινωνεί παρά μόνο την ίδια – αυτή είναι η πολιτική δουλειά της γενιάς μας.

(Απόπειρα μετάφρασης του δοκιμίου του G. Agamben, « Sans classes » που κυκλοφορεί μέσω της συλλογής άρθρων Η κοινότητα που έρχεται).

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

In girum imus nocte et consumimur igni

[...] Στο ρεαλισμό και τα επιτεύγματα αυτού του περιβόητου συστήματος, μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε τις προσωπικές ικανότητες των εκτελεστικών οργάνων που έχει εκπαιδεύσει. Και όντως αυτοί εδώ πλανώνται σε όλα και δεν μπορούν παρά να παραπαίουν ανάμεσα σε ψέμματα. Πρόκειται για μισθωτούς φουκαράδες που περνιούνται για ιδιοκτήτες, για παραμυθιασμένους αδαείς που περνιούνται για μορφωμένοι, για νεκρούς που νομίζουν ότι ψηφίζουν.

Πόσο σκληρά τους φέρθηκε ο τρόπος παραγωγής ! Από εξέλιξη σε προαγωγή, έχουν χάσει και τα λίγα που είχαν και κέρδισαν αυτά που κανείς δεν ήθελε. Συγκεντρώνουν τις αθλιότητες και τις ταπεινώσεις όλων των εκμεταλλευτικών συστημάτων του παρελθόντος και το μόνο που αγνοούν απ'αυτά είναι η εξέγερση. Μοιάζουν πολύ με σκλάβους, γιατί στοιβάζονται μαζικά μέσα σε κτίρια άθλια, ανθυγιεινά και καταθλιπτικά. Διατρέφονται άσχημα, με τροφή μολυσμένη και άγευστη. Νοσηλεύονται υπό άθλιες συνθήκες όταν προσβάλλονται από αρρώστειες, που συνεχώς υποτροπιάζουν. Βρίσκονται υπό συνεχή και ταπεινωτική επιτήρηση και συντηρούνται μέσα στον εκσυγχρονισμένο αναλφαβητισμό και τις θεαματικές δεισιδαιμονίες που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των αφεντικών τους. Ξεριζώθηκαν, βρέθηκαν μακρυά από τις επαρχίες ή τις γειτονιές τους, σ'ένα καινούργιο και εχθρικό τοπίο, σύμφωνα με τις συγκεντρωτικές τάσεις της σύγχρονης βιομηχανίας. Δεν είναι παρά νούμερα σε γραφικές παραστάσεις σχεδιασμένες από ηλίθιους.

[...] Ωστόσο, αυτοί οι προνομιούχοι εργαζόμενοι της ολοκληρωμένης εμπορευματικής κοινωνίας, διαφέρουν από τους σκλάβους στο ότι οφείλουν οι ίδιοι να μεριμνούν για την συντήρησή τους. Η κατάστασή τους μπορεί να συγκριθεί μάλλον με την δουλοπαροικία, επειδή είναι προσκολλημένοι αποκλειστικά σε μιαν επιχείρηση και στην επιτυχή της πορεία, αν και δίχως αμοιβαίο όφελος και, προπάντων, επειδή είναι αναγκασμένοι να κατοικούν σε έναν και μοναδικό χώρο: το ίδιο κύκλωμα κατοικιών, γραφείων, αυτοκινητοδρόμων, θερέτρων και αεροδρομίων, πάντα πανομοιότυπων.

Αλλά μοιάζουν επίσης με τους σύγχρονους προλετάριους ως προς το αβέβαιο των αποδοχών τους, που αντιφάσκει με την προγραμματισμένη ρουτίνα των εξόδων τους και το γεγονός ότι είναι αναγκασμένοι να εκμισθώνουν τον εαυτό τους στην ελεύθερη αγορά, δίχως να κατέχουν κανένα από τα εργαλεία της εργασίας τους: επειδή έχουν ανάγκη από χρήματα. Είναι αναγκασμένοι να αγοράζουν εμπορεύματα και τους έχουν φέρει σε σημείο να μην μπορούν να διατηρήσουν επαφή με ο,τιδήποτε δεν είναι εμπόρευμα.

Αλλά εκεί που η οικονομική τους κατάσταση [...]

(Απόσπασμα από το Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα και η φωτιά μας καταβροχθίζει. Κριτική έκδοση του Guy DEBORD, 1990, σε μετάφραση του Πάνου Τσαχαγέα για τις εκδ. Ελεύθερος Τύπος)

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Ο καταστροφικός χαρακτήρας

Άρθρο του Walter BENJAMIN (1892-1940) που δημοσίευσε στην Frankfuhrter Zeitung, στις 20 νοέμβρη 1931, σε μετάφραση του Λεωνίδα Μαρσιανού για το περιοδικό Πανοπτικόν, τεύχος 4.

Θα μπορούσε κάποιος, αναλογιζόμενος τη ζωή του, να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι σχεδόν όλες οι βαθύτερες δεσμεύσεις που υπέμενε εντός του εκπορεύονταν από ανθρώπους, για τον "καταστροφικό χαρακτήρα" των οποίων όλοι ομογνωμούσαν. Κάποια μέρα, τυχαία ίσως, θα αντιληφθεί αυτό το γεγονός και όσο μεγαλύτερη κατάπληξη τον συνταράξει, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητές του να σχηματίσει μια σαφή εικόνα του καταστροφικού χαρακτήρα.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας γνωρίζει ένα σύνθημα μόνο: άνοιγμα χώρου - μόνο μια δραστηριότητα: εκκένωση. Η ανάγκη του για καθαρό αέρα και ελεύθερο χώρο είναι πιο ισχυρή από κάθε μίσος.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι νέος και εύθυμος. Διότι η καταστροφή ανανεώνει, επειδή σβήνει τα ίχνη της ηλικίας - χαροποιεί, επειδή κάθε πράξη καταστροφής σημαίνει για τον καταστροφέα πλήρη ελαχιστοποίηση, εκμηδένιση μάλλον, της ίδιας του της κατάστασης. Σε τέτοιες απολλώνιες εικόνες καταστροφής οδηγεί προπάντων η συνειδητοποίηση της φοβερής απλότητας που αποκτά ο κόσμος, όταν αποδεικνύει το άξιο της καταστροφής του. Αυτός είναι ο μέγας δεσμός που περικλείει αρμονικά κάθε υπάρχον. Είναι ένα θέαμα που προσφέρει στον καταστροφικό χαρακτήρα σκηνές βαθύτατης αρμονίας.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι πάντοτε πρόθυμος για εργασία. Η φύση είναι εκείνη που καθορίζει τον ρυθμό του, έμμεσα τουλάχιστον: διότι πρέπει να την προλαβαίνει. Ειδάλλως θα αναλάβει η ίδια το έργο της καταστροφής.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν έχει κάποιο πρότυπο. Οι ανάγκες του είναι ελάχιστες, και ποσώς τον απασχολεί τι θα αντικαταστήσει ό,τι καταστράφηκε. Αρκεί, τουλάχιστον για μια στιγμή, ο κενός χώρος, ο τόπος όπου βρισκόταν το πράγμα ή ζούσε το θύμα. Θα βρεθεί κάποιος που τον χρειάζεται χωρίς να το καταλαβαίνει.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας εκτελεί την εργασία του, αποφεύγει όμως τη δημιουργική δραστηριότητα. Όπως ο δημιουργός επιζητεί τη μοναξιά, αντιστοίχως ο καταστροφέας πρέπει να περιστοιχίζεται διαρκώς από ανθρώπους, από μάρτυρες της δραστηριότητάς του.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι ένα σημαίνον. Όπως ακριβώς ένα τριγωνομετρικό σχήμα έχει εκτεθειμένες όλες του τις πλευρές στον αέρα, έτσι κι αυτός είναι εκτεθειμένος από όλες τις πλευρές στις φήμες. Να τον προστατεύσει κανείς από αυτές είναι μάταιο.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν επιδιώκει καθόλου να γίνει κατανοητός. Oλες τις επίμονες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση τις θεωρεί επιφανειακές. Το να γίνει αντικείμενο παρανόησης δεν μπορεί να τον βλάψει. Απεναντίας, το προκαλεί, όπως το προκαλούσαν και τα μαντεία, αυτοί οι καταστροφικοί θεσμοί του κράτους. Το πλέον μικροαστικό φαινόμενο, το κουτσομπολιό, προκαλείται απλώς και μόνο διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να παρανοούνται. Ο καταστροφικός χαρακτήρας δέχεται την παρανόηση· δεν προωθεί το κουτσομπολιό.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι ο εχθρός του ανθρώπου-θήκη. Ο άνθρωπος-θήκη επιζητεί την άνεση του και το περίβλημα είναι η πεμπτουσία της. Το εσωτερικό του περιβλήματος είναι το επενδυμένο με βελούδο ίχνος που αποτύπωσε στον κόσμο. Ο καταστροφικός χαρακτήρας εξαφανίζει ακόμη και τα ίχνη της καταστροφής.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας ανήκει στο μέτωπο των παραδοσιακών. Ορισμένοι μεταδίδουν πράγματα καθιστώντας τα άθικτα και έτσι τα συντηρούν· άλλοι μεταδίδουν καταστάσεις καθιστώντας τις εύχρηστες και έτσι τις ρευστοποιούν. Αυτοί ονομάζονται καταστροφικοί.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας έχει τη συνείδηση του ιστορικού ανθρώπου του οποίου βαθύτατο συναίσθημα είναι η ανυπέρβλητη δυσπιστία για την πορεία των πραγμάτων και μια ετοιμότητα να αναγνωρίσει ανά πάσα στιγμή ότι όλα μπορούν να πάνε από το κακό στο χειρότερο. Γι' αυτό ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι η αξιοπιστία αυτοπροσώπως.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν αναγνωρίζει τίποτα διαρκές. Αλλά γι' αυτό ακριβώς βλέπει παντού δρόμους. Oπου άλλοι προσκρούουν σε τείχη ή βουνά, ακόμα και εκεί βλέπει έναν δρόμο. Αλλά επειδή βλέπει παντού έναν δρόμο πρέπει να και παντού να εκκενώνει τον δρόμο. Oχι πάντοτε με ωμή βία, ενίοτε και με εξευγενισμένη. Επειδή βλέπει παντού δρόμους στέκεται πάντοτε σε σταυροδρόμια. Δεν μπορεί καμιά στιγμή να γνωρίζει τι θα φέρει η επόμενη. Συντρίβει το υπάρχον, ωστόσο όχι για τη συντριβή, αλλά για χάρη του δρόμου που οδηγεί μέσα απ' τα συντρίμμια.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν ζει με την αίσθηση ότι τη ζωή αξίζει να την ζει κανείς, αλλά ότι η αυτοκτονία δεν αξίζει τον κόπο.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Πέραν των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΙΙ)

4. Είναι καιρός να σταματήσουμε να διαβάζουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη - απο το 1789 μέχρι σήμερα - ως διακηρύξεις αιωνίων αξιών που υπερβαίνουν το δίκαιο, σαν να είχαν στόχο να επιβάλλουν στον νομοθέτη τον σεβασμό των αξιών αυτών, ώστε να θεωρήσουμε τις διακηρύξεις σύμφωνα με τον πραγματικό τους ρόλο στο μοντέρνο κράτος. Στην πραγματικότητα, τα δικαιώματα του ανθρώπου αντιπροσωπεύουν πάνω απ'όλα την αρχική μορφή εγγραφής της καθαρά φυσικής ζωής στην νομικο-πολιτική τάξη του Έθνους-κράτους. Μεσ'τη γύμνια της, η ζωή αυτή (το ανθρώπινο πλάσμα) που ανήκε στον Θεό τον καιρό του παλαιού καθεστώτος και, που ήταν ξεκάθαρα χωρισμένη, στον κλασσικό κόσμο, (ως ζωή) από την πολιτική ζωή (βίος), εισέρχεται σήμερα ανάμεσα στις πρωτεύουσες ασχολίες του κράτους και γίνεται, ας πούμε, το κοσμικό του θεμέλιο. Έθνος-κράτος σημαίνει: κράτος που φτιάχνει από την γέννηση (δηλ. από την καθαρή κι απλή ανθρώπινη ζωή) το θεμέλιο της κυριαρχίας του. Εδώ βρίσκεται το νόημα (που δεν είναι και τόσο κρυμμένο) των τριών πρώτων άρθρων της Διακήρυξης του 1789 : το στοιχείο της γέννησης μπορεί, μόνο επειδή έχει εγγραφεί στο κέντρο κάθε πολιτικής συνένωσης (άρθρα 1 και 2), να συνδέσει στενά την αρχή της κυριαρχίας με το έθνος (σύμφωνα με την ετυμολογία του λατ. natio που σήμαινε στην αρχή απλά "γέννηση"). Οι διακυρήξεις των δικαιωμάτων πρέπει λοιπόν να θεωρηθούν ως ο τόπος όπου πραγματοποιείται το πέρασμα από την βασιλική κυριαρχία θεϊκής προέλευσης στην εθνική κυριαρχία. Εξασφαλίζουν την εισαγωγή της ζωής στην νέα κρατική τάξη που θα πρέπει να ακολουθήσει την συντριβή του παλαιού καθεστώτος. Το ότι ο "υπήκοος" μεταμορφώνεται μέσω διακηρύξεων σε "πολίτη" σημαίνει ότι η γέννηση, δηλ. η γυμνή φυσική ζωή ως τέτοια γίνεται εδώ για πρώτη φορά (μέσα από ένα μετασχηματισμο του οποίου μπορούμε μόνο να ξεκινήσουμε να εκτιμούμε τώρα τις βιο-πολιτικές συνέπειες) ο άμεσος φορέας της κυριαρχίας. Η αρχή της γέννησης κι η αρχή της κυριαρχίας χωρισμένες στο παλαιό καθεστώς (όπου η γέννηση δεν έδινε θέση παρά μόνο στον υπήκοο) ενώνονται πλέον αμετάκλητα στο σώμα του "κυρίαρχου υποκειμένου" για να συγκροτήσουν το θεμέλιο του νέου Έθνους-κράτους. Σ'αυτή την ιδεοληψία υπάρχει έμμεση η ιδέα ότι η γέννηση γίνεται αυτόματα έθνος δίχως να υπάρχει χάσμα μεταξύ αυτών των δυο στιγμών. Τα δικαιώματα αποδίδονται έτσι στον άνθρωπο στον βαθμό που είναι η προϋπόθεση - που εξαφανίζεται αυθωρεί ως τέτοια - του πολίτη.

5. Αν ο πρόσφυγας αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τόσο ανησυχητικό στην δομή του Έθνους-κράτους, είναι πρώτα απ'όλα διότι, διαρρηγνύοντας την ταυτότητα μεταξύ ανθρώπου και πολίτη, μεταξύ γέννησης και εθνικότητας, βάζει την πρωταρχική ιδεοληψία της κυριαρχίας σε κρίση. Φυσικά, πάντα υπήρχαν μοναδικές εξαιρέσεις σ'αυτή την αρχή. Η καινοτομία των καιρών μας που απειλεί το Έθνος-κράτος στα ίδια του τα θεμέλια, είναι ότι ολοένα και περισσότερα μέρη της ανθρωπότητας δεν αντιπροσωπεύονται μέσα του. Ακριβώς επειδή καταστρέφει τη παλιά τριάδα Κράτος-έθνος-έδαφος, ο πρόσφυγας, αυτή η φαινομενικά περιθωριακή μορφή, αξίζει να θεωρηθεί, αντίθετα, ως η κεντρική φιγούρα της πολιτικής μας ιστορίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πρώτα στρατόπεδα στήθηκαν στην Ευρώπη ως χώροι ελέγχου για τους πρόσφυγες κι ότι η διαδοχή στρατόπεδα εγκλεισμού/στρατόπεδα εξολόθρευσης αντιπροσωπεύει μια εντελώς τέλεια γεννιά. Ένας από τους σπάνιους κανόνες που σεβάστηκαν οι ναζί σταθερά κατά την "τελική λύση" ήταν να στέλνουν τους Εβράιους και τους Τσιγγάνους στα στρατόπεδα εξολόθρευσης αφού τους στερούσαν πλήρως την εθνικότητα τους (αυτήν την εθνικότητα δευτέρας κατηγορίας σύμφωνα με τους νόμους της Νυρεμβέργης). Όταν τα δικαιώματα κάποιου δεν είναι πλέον δικαιώματα του πολίτη, ο άνθρωπος είναι πια πραγματικά ιερός κατά την έννοια που δίνει στον όρο αυτό το αρχαϊκό ρωμαϊκό δίκαιο: προορισμένος για θάνατο.

6. Πρέπει δίχως άλλο να διαχωρίσουμε την έννοια πρόσφυγας από αυτήν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και να σταματήσουμε να την ερμηνεύουμε αποκλειστικά με όρους δικαιώματος ασύλου (το οποίο κατά τ'άλλα μειώνεται ολοένα και περισσότερο στις νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών). Αρκεί να διαβάσουμε τις Θέσεις πάνω στο δίκαιο του ασύλου της Agnès Heller για να δουμε ότι αυτό  δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε δηλητηριώδη συμπεράσματα. Ο πρόσφυγας πρέπει να θεωρηθεί γι'αυτό που είναι, δηλ. τίποτα λιγότερο από μια έννοια-όριο που βάζει σε κρίση τα θεμέλια του Έθνους-κράτους, και που την ίδια στιγμή ανοίγει το πεδίο σε νέες εννοιολογικές κατηγορίες.

Στην πραγματικότητα το φαινόμενο της λεγόμενης παράνομης μετανάστευσης προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πήρε (και θα πάρει περισσότερο, τα επόμενα χρόνια, με πάνω από 20 εκατομ. πρόσφυγες που προβλέπονται από την κεντρική Ευρώπη) χαρακτήρα και διαστάσεις ανάλογες που δικαιολογούν αυτήν την ανατροπή προοπτικής. Αυτό που αντιμετωπίζουν σήμερα τα εκβιομηχανισμένα κράτη είναι μια μάζα μονίμων κατοίκων που δεν είναι πολίτες, οι οποίοι δεν μπορούν ούτε πλέον θέλουν να πάρουν εθνικότητα ή να επαναπατρισθούν. Αυτοί οι μη-πολίτες έχουν συχνά μια εθνικότητα από καταγωγής αλλά από τη στιγμή που προτιμούν να μην απολαμβάνουν την προστασία του δικού τους κράτους βρίσκονται όπως οι πρόσφυγες σε κατάσταση de facto απατρίδων. Ο T. Hammar χρησιμοποίησε τον όρο απολίτες (denizens) για να περιγράψει αυτους τους κατοίκους που δεν είναι πολίτες, κι είχε την αξία να δείξει ότι η έννοια του πολίτη είναι πλέον ακατάλληλη για την περιγραφή της κοινωνικο-πολιτικής κατάστασης των μοντέρνων κρατών. Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες των εκβιομηχανισμένων κρατών (στις Η.Π.Α. όπως και στην Ευρώπη) διαδηλώνουν, μέσα από μια αποστασία ολοένα και πιο σημαδεμένη από κωδικοποιημένες στιγμές πολιτικής συμμετοχής, μια προφανή τάση μετασχηματισμού τους σε απολίτες, σε μονίμους κατοίκους που δεν είναι πολίτες. Έτσι τόσο πολίτες όσο κι απολίτες καταλήγουν να εγγράφονται, τουλάχιστον για ορισμένα κοινωνικά στρώματα, σε μια ζώνη αδιαφορίας δυνητική. Αυτό πολλαπλασιάζει τις ξενόφοβες αντιδράσεις και τις κινητοποιήσεις άμυνας σύμφωνα με την καλά γνωστή αρχή, δεδομένων των σχηματικών διαφορών, ότι η ουσιαστική ενσωμάτωση εντείνει το μίσος και την μη-ανοχή.

7. Πριν ξανανοίξουμε στην Ευρώπη τα στρατόπεδα εξολόθρευσης (κάτι που αρχίζει να γίνεται), τα Έθνη-κράτη πρέπει να βρουν το κουράγιο να θέσουν υπό αίρεση την αρχή της εγγραφής της γέννησης και την τριάδα Κράτος-έθνος-έδαφος που βασίζεται πάνω της. Δεν είναι εύκολο να υποδείξουμε τώρα τους τρόπους με τους οποίους κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει συγκεκριμένα. Αρκεί να δείξουμε ένα πιθανό δρόμο. Ξέρουμε ότι μια από τις επιλογές που εξετάζονται για τη λύση του ζητήματος της Ιερουσαλήμ είναι να γίνει ταυτόχρονα και δίχως εδαφικό χωρισμό η πρωτεύουσα δύο διαφορετικών κρατικών οργανισμών. Η παράδοξη κατάσταση αμοιβαίας αποεδαφικοποίησης (ή καλύτερα αν-εδαφικότητας) που συνεπάγεται, θα μπορούσε να γενικευτεί ως μοντέλο των νέων διεθνών σχέσεων. Αντί για δύο εθνικά κράτη που θα χωρίζονταν από αβέβαια κι απειλητικά σύνορα, θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε δύο πολιτικές κοινότητες που να στηρίζονται πάνω σε μια περιοχή και σε μια έξοδο του ενός προς το άλλο, δεμένες μεταξύ τους από μια σειρά αμοιβαίων αποεδαφικοποίησεων μέσα στις οποίες η έννοια-πιλότος δεν θα ήταν πλέον το δίκαιο του πολίτη αλλά η προσφυγή του μοναδικού. Κατ'ανάλογο τρόπο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την Ευρώπη όχι ως μια αδύνατη "Ευρώπη των εθνών" της οποίας ήδη διακρίνουμε την καταστροφή σε σύντομο χρόνο, αλλά ως ένα αν-εδαφικό χώρο μέσα στον οποίο όλοι οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών κρατών (πολίτες και μη πολίτες) θα μπορούσαν να βγουν ή να προσφύγουν, το καθεστώς του ευρωπαίου σημάνοντας πλέον το είναι εν εξόδω (έστω κι ακίνητο προφανώς) του πολίτη. Ο ευρωπαϊκός χώρος θα μάρκαρε τότε ένα αμείωτο κενό μεταξύ γεννήσεως και έθνους, μες το οποίο η παλιά έννοια του λαού - κι ο λαός, γνωρίζουμε, είναι πάντα μειονότητα - θα μπορούσε να ξαναβρεί ένα πολιτικό νόημα σε αντίθεση με αυτήν του έθνους που την καταχράστηκε κατά τρόπο παράνομο.

Αυτός ο χώρος δεν θα συνέπιπτε με καμιά ομοιογενή εθνική επικράτεια ούτε με το τοπογραφικό τους σύνολο, αλλά θα δρούσε πάνω τους διατρυπώντας τους και συνδέοντας τους τοπολογικά όπως εξωτερικό και εσωτερικό γίνονται ακαθόριστα στην μπουκάλα του Leiden ή στη ζώνη του Möbius. Σ'αυτό το νέο χώρο, οι ευρωπαϊκές πόλεις μπαίνοντας σε σχέση αμοιβαίας απο-εδαφικότητας θα ξανάβρισκαν τον αρχαίο τους προορισμό ως πόλεις του κόσμου.

Σε ένα είδος no man's land μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ βρίσκονται σήμερα 425 Παλαιστίνιοι εκτοπισμένοι από το εβραϊκό κράτος. Αυτοί οι ανθρωποι αποτέλουν σίγουρα, σύμφωνα με την υπόδειξη της Hannah Arendt, την "πρωτοπορία του λαού τους". Όχι όμως κι αναγκαστικά, ή όχι μόνο με την έννοια του αρχικού πυρήνα ενός μελλοντικού εθνικού κράτους που θα έλυνε το παλαιστινιακό πιθανόν με τον ίδιο ανεπαρκή τρόπο όπως έλυσε το Ισραήλ το εβραϊκό ζήτημα. Αντίθετα, το no man's land όπου προσέφυγαν επέδρασε μέχρι τώρα πάνω στο έδαφος του κράτους του Ισραήλ "διατρυπώντας" το και μετατρέποντας το με τρόπο τέτοιο που ο χιονισμένος αυτός λόφος έγινε πιο εσωτερική από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του Μεγάλου Ισραήλ. Η πολιτική διαβίωση των ανθρώπων δεν μπορεί να συλληφθεί παρά μόνο πάνω σε μια γη όπου οι χώροι θα έχουν γίνει έτσι "διάτρητοι" και τοπολογικά τροποποιημένοι κι όπου οι πολίτες θα έχουν μάθει να αναγνωρίζουν τους πρόσφυγες που αποτελούν οι ίδιοι.

(δεύτερο μέρος της απόπειρας μετάφρασης του ομώνυμου δοκιμίου του G. Agamben που πρωτοδημοσιεύτηκε στην παρισινή Libération της 9 και 10 ιούνη 1993)

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Πέραν των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ι)

1. Στα 1943, η Hannah Arendt δημοσίευε σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό στα αγγλικά, The Menorah Journal, ένα σύντομο αλλά πολύ ουσιαστικό άρθρο, με τίτλο "Εμείς οι πρόσφυγες" ("We refugees"), στο οποίο έκανε με πολεμική διάθεση το προφίλ του κ. Cohn, ενός αφομοιωμένου εβραίου που αφού έγινε γερμανός κατά 150%, βιεννέζος κατά 150%, και γάλλος κατά 150%, καταλάβαινε ότι "on ne parvient pas deux fois". Πάνω απ'όλα, η Arendt αντέστρεφε το νόημα της συνθήκης του πρόσφυγα και του απάτριδος που βίωνε, για να την προτείνει ως παράδειγμα μιας νέας ιστορικής συνείδησης. Ο πρόσφυγας που έχασε όλα του τα δικαιώματα και που παύει να θέλει να αφομοιωθεί με κάθε κόστος σε μια νέα εθνική ταυτότητα, έτσι ώστε να ατενίσει με διαύγεια την κατάστασή του, λαμβάνει ως αντάλλαγμα μιας βέβαιης αντιδημοτικότητας ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα : "Η ιστορία δεν είναι πια γι'αυτόν ένα κλειστό βιβλίο κι η πολιτική παύει να είναι το προνόμιο των Ευγενών. Ξέρει ότι την εξορία του εβραϊκού λαού στην Ευρώπη την ακολούθησε άμεσα η εξορία του μεγαλύτερου μέρους των ευρωπαϊκών λαών. Οι πρόσφυγες που κυνηγήθηκαν από χώρα σε χώρα αντιπροσωπεύουν των πρωτοπορία των λαών τους".

Αξίζει να συλλογιστούμε πάνω στο νόημα αυτής της ανάλυσης που είναι σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, ακόμα επίκαιρη. Δεν είναι μόνο που το πρόβλημα παρουσιάζεται το ίδιο επείγον στην Ευρώπη κι αλλού, αλλά που ο πρόσφυγας, δεδόμενης της αναπόφευκτης παρακμής του Έθνους-κράτους και της αποσύνθεσης των παραδοσιακών νομικο-πολιτικών κατηγοριών, είναι μάλλον η μόνη μορφή λαού που μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, η μόνη κατηγορία στην οποία μας δίνονται ίσα-ίσα να διαβλέψουμε, οι μορφές και τα όρια μιας πολιτικής κοινότητας που έρχεται, τουλάχιστον όσο η διαδικασία της διάλυσης του Έθνους-κράτους και της κυριαρχίας του δεν θα φτάσει στο τέλος της. Πιθανόν, αν θέλαμε να σταθούμε στο ύψος των απολύτως νέων δουλειών που έχουμε να κάνουμε, θα έπρεπε να αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε χωρίς δισταγμούς τις βασικές έννοιες μέσω των οποίων σκεφτήκαμε μέχρι σήμερα τα υποκείμενα της πολιτικής (ο άνθρωπος κι ο πολίτης με τα δικαιώματά τους, αλλά κι ο κυρίαρχος λαός, ο εργάτης, κτλ.), αλλά και να ανακατασκευάσουμε την πολιτική μας φιλοσοφία βάσει αυτής της μοναδικής φιγούρας, του πρόσφυγα.

2. Η πρώτη εμφάνιση προσφύγων ως μαζικού φαινομένου έλαβε χώρα στο τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου όταν η πτώση της ρωσσικής, της αυστρο-ουγγρικής και της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η νέα τάξη που δημιουργήθηκε από τις συνθήκες ειρήνης ανέτρεψαν την δημογραφική και χωρογραφική βάση της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης. Μέσα σε λίγο καιρό, 1.5 εκατομ. λευκοί Ρώσσοι, 700.000 Αρμένιοι, 500.000 Βούλγαροι, 1 εκατομ. Έλληνες, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι μετατοπίστηκαν. Σ'αυτές τις μάζες εν κινήσει, πρέπει να προστεθεί η πραγματικά εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι το 30% περίπου των πληθυσμών που συνδέθηκαν με τους νέους κρατικούς οργανισμούς - που οι συμφωνίες ειρήνης είχαν στήσει πάνω στο μοντέλο του Έθνους-Κράτους (για παράδειγμα στην Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία) - αποτελούσε μειονότητες που έπρεπε να προστατευτούν από μια σειρά διεθνών συνθηκών (οι Minority Treaties) που έμεναν πολύ συχνά γράμμα κενό περιεχομένου. Λίγα χρόνια έπειτα, οι φυλετικοί νόμοι στην Γερμανία κι ο ισπανικός εμφύλιος θα σκορπούσαν σε όλη την Ευρώπη μια νέα και σημαντική μάζα προσφύγων.

Έχουμε συνηθίσει να διακρίνουμε μεταξύ απατρίδων και προσφύγων. Όμως, μια τέτοια διάκριση δεν ήταν, και δεν είναι ακόμα, απλή. Αρχικά, πολλοί πρόσφυγες που δεν ήταν κυριολεκτικά απάτριδες, προτίμησαν να γίνουν παρά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους : είναι η περίπτωση των πολωνών και των ρουμάνων Εβραίων που βρισκόνταν στην Γαλλία ή στην Γερμανία στο τέλος του πολέμου και, σήμερα, των πολιτικών καταζητουμένων κι αυτών για τους οποίους η επιστροφή σημαίνει αδυναμία επιβίωσης. Απ'την άλλη πλευρά, οι ρώσσοι, αρμένιοι και ούγγροι πρόσφυγες στερήθηκαν γρήγορα την εθνικότητά τους από τις νέες κυβερνησεις, την σοβιετική, την τουρκική και τις άλλες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από την αρχή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου ευρωπαϊκά κράτη αρχίζουν να εισάγουν νόμους που επιτρέπουν την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για δικούς τους πολίτες. Η Γαλλία ήταν η πρώτη που το έκανε, το 1915, με πολίτες "εχθρικής" προέλευσης, καταγωγής. Το 1922, το παράδειγμα ακολουθήθηκε από το Βέλγιο που ανακάλεσε την πολιτογράφηση ανθρώπων που είχαν διαπράξει αντεθνικές πράξεις κατά τον πόλεμο. Το 1926, το φασιστικό καθεστώς θα εκδόσει ένα ανάλογο νόμο έναντι των πολιτών που δείχτηκαν ανάξιοι της ιταλικής ιθαγένειας. Το 1933, ήταν η σειρά της Αυστρίας, κι έτσι πήγαινε ως το 1935 όταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης χώρισαν τους Γερμανούς σε πολίτες πλήρους δικαιώματος και σε πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί οι νόμοι - κι η τεράστια μάζα απατρίδων που θα προέκυπτε - συνιστούν μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή του μοντέρνου Έθνους-κράτους που απελευθερώνεται πλέον από τις αφελείς έννοιες του λαού και του πολίτη.

Δεν είναι για να ξαναφτιάξουμε εδώ την ιστορία των διαφόρων διεθνών επιτροπών μέσω των οποίων τα Κράτη, η Κοινωνία των Εθνών, κι αργότερα, τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των προσφύγων, από το Γραφείο Νάνσεν για τους ρώσσους κι αρμένιους πρόσφυγες (1921), την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες της Γερμανίας (1936), την διακυβερνητική Επιτροπή για τους πρόσφυγες (1936), την Διεθνή Οργάνωση Προσφύγων των Η. Ε. (1946), μέχρι την σημερινή Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες (1951) της οποίας η δράση δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα αλλά, καταστατικά, μόνο μια ανθρωπιστική και κοινωνική διάσταση. Η ουσία είναι ότι κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αντιπροσωπεύουν πια ατομικές περιπτώσεις αλλά ένα μαζικό φαινόμενο (στο μεσοπόλεμο και ξανά στις μέρες μας), αυτοί οι οργανισμοί - όπως ακριβώς τα Κράτη - αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανοι να λύσουν το πρόβλημα, δηλ. να το αντιμετωπίσουν κατά ένα τρόπο κατάλληλο, κι αυτό παρά τις επίσημες παραπομπές στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου. Έτσι το όλο ζήτημα μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων.

3. Αυτη η αδυναμία δεν οφείλεται μόνο στον εγωισμό ή στην αδράνεια των γραφειοκρατικών μηχανισμών αλλά στην ίδια την αμφισημία των βασικών εννοιών που ρυθμίζουν την εγγραφή του ιθαγενούς (δηλ. της ζωής) μέσα στην νομική τάξη του Έθνους-κράτους. Η Hannah Arendt έδωσε στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου της πάνω στον Ιμπεριαλισμό, ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα των προσφύγων, για τίτλο  Η παρακμή του Έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρέπει να προσπαθήσουμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την διατύπωση που συνδέει κατά τρόπο αξεδιάλυτο την τύχη των δικαιωμάτων του ανθρώπου με αυτήν του μοντέρνου Έθνους-κράτους, έτσι που από το τέλος του Έθνους-κράτους προκύπτει αναγκαστικά η αχρησία αυτών των δικαιωμάτων. Το παράδοξο είναι που η φιγούρα του πρόσφυγα που θα έπρεπε να είναι η κατ'εξοχήν ενσάρκωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θα σημαδέψει την ριζική κρίση αυτής της έννοιας. "Η σύλληψη των δικαιωμάτων του ανθρώπου", γράφει η Hannah Arendt, "βασισμένη πάνω στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπινου όντος ως τέτοιου θα γρεμιστεί από τη στιγμή που αυτοί που την επαγγέλλονταν θα βρεθούν για πρώτη φορά απέναντι σε ανθρώπους που έχασαν πραγματικά κάθε άλλη ιδιότητα και ιδιαίτερη σχέση - εκτός του απλού γεγόνοτος του να παραμένουν ανθρώπινα όντα". Στο σύστημα του Έθνους-κράτους, τα υποτιθέμενα ιερά κι αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου χάνουν κάθε νοήμα από την στιγμή που είναι πια αδύνατον να τα οριοθετήσουμε ως δικαιώματα πολιτών ενός κράτους. Αυτό είναι έμμεσο, αν το καλοσκεφτούμε, στην αμφισημία του ίδιου του τίτλου της Διακήρυξης του 1789 : Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη όπου δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο αν οι δύο όροι ορίζουν δύο διακριτές πραγματικότητες ή αν αντίθετα αποτελούν ένα σχήμα όπου ο πρώτος όρος εμπεριέχεται ήδη στον δεύτερο.

Το ότι στην πολιτική τάξη του Έθνους-κράτους δεν υπάρχει καθόλου χώρος για τον καθάριο άνθρωπο ως τέτοιον αποδείχτηκε από το γεγονός ότι το στάτους του πρόσφυγα θεωρούταν πάντα, ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων, ως μια προσωρινή κατάσταση που έπρεπε να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο στάτους ανθρώπου είναι ασύλληπτο για το δίκαιο του Έθνους-κράτους.

4. Είναι πια καιρός να σταματήσουμε να διαβάζουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων - από το 1789 ως σήμερα - ως διακηρύξεις αιωνίων μετά-νομικών αξιών, που θα είχαν ως σκοπό να υποχρεώσουν τον νομοθέτη να σεβαστεί αξίες, και να θεωρήσουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων σύμφωνα με τον πραγματικό τους ρόλο στο μοντέρνο κράτος.

(πρώτο μέρος της αποπειρώμενης μετάφρασης του ομώνυμου δοκιμίου του G. Agamben που πρωτοδημοσιεύτηκε στην παρισινή Libération της 9 και 10 ιούνη 1993)

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Σκέψεις πάνω στην κίνηση "Γκετ Γκρις Μπακ"

Πριν λίγες μέρες έμαθα για το απαράμιλλο γεγονός που έρχεται τον σεπτέμβρη. Μια φίλη μου τηλεγράφησε ιντερνετικά ότι μια ομάδα έχει βαλθεί να κινητοποιήσει κόσμο ενάντια του Δ.Ν.Τ. και της ελληνικής κυβέρνησης μέσω μιας γιορτής που θα συγκεντρώσει, αν ευοδώσουν η ιντερνετική κινητοποίηση Get Greece Back και τα ηλεκτρονικά παρακλάδιά της, ανθρώπους χωρίς διάκριση κομματικών, ιδεολογικών και φιλοσοφικών τοποθετήσεων. Όπως θα δούμε, η διάκριση που αποδέχονται έμμεσα, χωρίς δηλαδή να το γνωρίζουν, αυτοί που πήραν την πρωτοβουλία να ζητήσουν την Ελλάδα πίσω (κακώς μεταφράζουν το "Γκετ Γκρις Μπακ" στο site τους με το "Θέλουμε την Ελλάδα μας πίσω" ) δεν είναι μόνο αυτή μεταξύ μνήμης και λήθης. Διαβάζουμε στην προκήρυξή του "Γκετ Γκρις Μπακ":

"Εμείς είμαστε όμως Έλληνες. Το ξεχάσατε αυτό. Δεν είμαστε Αργεντίνοι. Δεν θα κατέβουμε με άδειες κατσαρόλες. Δεν θα φτάσουμε εκεί. Όσοι υποτίμησαν τους Έλληνες το πλήρωσαν ακριβά. Διαβάστε Ελληνική ιστορία. Αρχαία ή νεότερη."

Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες αυτού του προσκλητηρίου καλούν τους παραλήπτες του να πάρουν την ιστορία με το μέρος τους, να οικειοποιηθούν δηλαδή την ιστορία που καθιερώθηκε από σχολικά εγχειρίδια και εποποιίες à la Τζέιμς Πάρις, μέσω ενός happening που θα έχει γεμάτες κατσαρόλες και πολλές εκπλήξεις. Διότι προτείνεται ένας μαγικός πόλεμος κατά της πείνας και της εξαθλίωσης - η προκήρυξη καταγγέλει τον ανεπίσημο αριθμό των 2.000.000 ανέργων, χώρια τις αυτοκτονίες, την βία και την εγκληματικότητα - σε ανθρώπους που θα συνωστίζονταν γύρω από τραπέζια στημένα από όσους θα ήθελαν να μοιραστούν φαγητό, πιοτό, μουσική και γιατί όχι χορό...

Δεν μιλάμε λοιπόν απλά για μια διασκεδαστική επιχείρηση, αφού το κύριο μέσο διαμαρτυρίας που αποσκοπείται κατά της στιγμής ή της συγκυρίας - η γιορτή - είναι ένα από τα κύρια εργαλεία της παγκόσμιας διακυβέρνησης - το άλλο είναι το πένθος -, που έχει βέβαια λάβει θεαματικές διαστάσεις: το χταπόδι πρόκρινε την Ισπανία ως κυπελλούχο του Μουντιάλ, η ηφαιστειακή στάχτη έκλεισε τα αεροδρόμια της Ευρώπης κι η Ακρόπολη έκλεισε από συμβασιούχους υπαλλήλους του υπουργείου πολιτισμού. Με άλλα λόγια, εικόνες και λόγια συμφοράς και θριάμβου, ήττας και νίκης, πένθους και γιορτής, συναλλάσσονται χωρίς σταματημό μπροστά στα μάτια μας για τα κεφάλια μας, ζωντανά ή live, με ή χωρίς την μεσολάβηση της κοινής γνώμης που ποτέ δεν ήταν - και δεν είναι - τόσο κοινή, αγοραία και φαντασμαγορική, όσο νομίζουν οι δημιουργοί του spot με τις κολώνες του Σουνίου και τα σπιτάκια της Σαντορίνης. 

Η περίπτωση "Γκετ Γκρις Μπακ" είναι μια απο αυτές που μαρτυρούν την έλλειψη οποιασδήποτε αίσθησης του πολιτικού αφού οι φορείς της απόγνωσης που έχει σλόγκαν "Θέλουμε την Ελλάδας μας πίσω" ταυτίζουν την πολιτική με το κράτος. Για την ακρίβεια, οι εμπνευστές της κινητοποίησης δεν ζητάν πίσω την Ελλάδα αλλά το Κράτος που γεννήθηκε κι ανδρώθηκε με την βούλα τριών δυνάμεων οι οποίες δεν μπόρεσαν να κάνουν διαφορετικά από το να αναγνωρίσουν μια επικράτεια στο τέλος ενός αγώνα μεταξύ πολιτικών υποκειμένων - διανοουμένων, παπάδων, δραγουμάνων, προυχόντων, πασάδων, χωρικών, εμπόρων, κλεφτών και ληστών - που αγνοούσαν την κατάληξη του από τη στιγμή που ενεπλάκησαν για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικά αλλά ανάλογα μέσα. Ας αφήσουμε, έτσι, την εξωραϊστική ιδέα του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας στους αφελείς αφού η Ελλάδα ήταν πάντα τόσο ελεύθερη όσο οι Η.Π.Α. σήμερα από την Κίνα, κι αντίστροφα. Αυτό στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε είναι ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται ασίγαστα εδώ και αιώνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

Σε αυτό τον πόλεμο δεν παλεύουν πλέον σήμερα έθνη κατά του Δ.Ν.Τ. και υπόλογων κυβερνήσεων,  αλλά στρατιές αποκλεισμένων ενάντια στην διανοητική απονεύρωση που επιχειρείται με τα πρότυπα ευτυχίας, ασφάλειας κι ομορφιάς της "καλής κοινωνίας". Αν έχετε όνειρα για μια επιτυχημένη καρριέρα και μια καλή σύνταξη, φιλοδοξίες για σπίτι και διακοπές με τζατζίκι σε λογικές τιμές, τότε οφείλετε να συμμετέχετε στη γιορτή του "Γκετ Γκρις Μπακ" που έχει για σημαία την άρνηση μιας κοινωνίας που εθελοτυφλεί μπροστά στην διάκριση μεταξύ Αργεντινού και Έλληνα, και, κατά συνέπεια, στο διαχωρισμό του ανθρώπου από τον πολίτη.

Με αυτό το φιλοσοφικό ζήτημα που έθεσε ξεκάθαρα η ιδρυτική πράξη της εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789, θα ασχοληθούμε ώστε να αποσαφηνιστούν τα ζητήματα που σχετίζονται με το κράτος και με τον εθνικισμό αλλά κυρίως το σύνορο μεταξύ ζωής και θανάτου.

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Σκέψεις του P. P. Pasolini πάνω στο Salo ή οι 120 μέρες των Σοδόμων

Πρόκειται για απόσπασμα από συνέντευξη του σκηνοθέτη που γεννήθηκε το 1922 και δολοφονήθηκε το 1975, λίγο καιρό πριν από την προβολή της ταινίας που βασίστηκε στο διήγημα του Marquis de Sade (1740-1814). Η ταινία απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες του κόσμου μέχρι που άρχισε να διατίθεται σε καμιά 30αριά από αυτές, μεταξύ των οποίων βρίσκεται κι η Ελλάδα.




Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Τί είναι ένας λαός;

1. Οποιαδήποτε ερμηνεία της πολιτικής σημασίας της λέξης "λαός" πρέπει να εκκινεί από το μοναδικό γεγονός ότι, στις μοντέρνες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λέξη ορίζει πάντα εξίσου τους φτωχούς, τους απόκληρους, τους αποκλεισμένους. Μία μόνη λέξη καλύπτει τόσο το συντακτικό πολιτικό υποκείμενο όσο και την τάξη που είναι, de facto αν όχι de jure, αποκλεισμένη από την πολιτική.

Το γαλλικό peuple, το ιταλικό popolo, το ισπανικό pueblo (όπως τα επίθετα που αντιστοιχούν popolare, popular και οι όροι των ύστερων λατινικών populus και popularis απ'όπου προέρχονται όλ'αυτά) όριζουν, τόσο στην κοινή γλώσσα όσο και στο πολιτικό λεξιλόγιο, τόσο το σύνολο των πολιτών ως ενωτικό πολιτικό σώμα (όπως στο "ιταλικός λαός" ή στο "λαϊκό δικαστήριο") όσο και τα μέλη των κατώτερων τάξεων (όπως στο "λαϊκός άνθρωπος", στο "λαϊκή γειτονιά", στο "λαϊκό μέτωπο"). Ακόμα και το αγγλικό people που έχει ένα νόημα πολύ πιο αδιάφορο διατηρεί την σημασία του ordinary people έναντι των πλουσίων και της αριστοκρατίας. Στο αμερικανικό σύνταγμα, διαβάζουμε χωρίς διάκριση, "We people of the United States..." αλλά όταν ο Λίνκολν επικαλείται μια "Κυβέρνηση του λαού από τον λαό για τον λαό, η επανάληψη φέρει έμμεσα σε αντιπαράθεση έναν λαό με έναν άλλον. Το ότι αυτή η αμφισημία ήταν τόσο ουσιώδης κατά την Γαλλική Επανάσταση (δηλ. στην στιγμή όπου διεκδικείτο η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας), βεβαιώνεται από τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε η συμπάθεια για τον λαό ως τάξη αποκλεισμένων. Η Χ. Άρεντ θύμισε ότι "ακόμα κι ο ορισμός του όρου [λαός] γεννήθηκε από την συμπάθεια και η λέξη έγινε συνώνυμη της ατυχίας και της δυστυχίας - ο λαός, οι δυστυχείς με χειροκροτούν, έλεγε από συνήθεια ο Ροβεσπιέρος, ο πάντα ταλαίπωρος λαός, έλεγε ο Sieyès, μια από τις λιγότερο συναισθηματικές και περισσότερο διαυγείς μορφές της Επανάστασης. Αλλά ήδη για τον Bodin, σε μια αντίθετη κατεύθυνση, στο κεφάλαιο της République όπου ορίζεται η Δημοκρατία, ή το Λαϊκό Κράτος, η έννοια είναι διπλή: στον εν σώματι λαό, που έχει τον τίτλο της κυριαρχίας, αντιτίθεται ο μικρός λαός, που η σοφία συμβουλεύει να αποκλείεται από την πολιτική εξουσία.

2. Μία σημαίνουσα αμφισημία τόσο διαδεδομένη και επίμονη δεν πρέπει να είναι τυχαία: πρέπει να αντανακλά μια αμφιβο-λογία εσώτερη στη φύση και στη λειτουργία της έννοιας λαός για την δυτική πολιτική. Τα πάντα συμβαίνουν σαν αυτό που ονομάζουμε λαός να ήταν στην πραγματικότητα όχι ένα ενωτικό υποκείμενο αλλά μια διαλεκτική ταλάντευση ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους: από τη μία, το σύνολο Λαός ως ολικό πολιτικό σώμα, από την άλλη, το υπο-σύνολο λαός ως πολλαπλότητα αποκλειμένων σωμάτων στην ανέχεια. Εκεί ένας εγκλεισμός που διατείνεται ότι είναι χωρίς υπόλοιπα, εδώ ένας αποκλεισμός που γνωρίζει τον εαυτό του δίχως ελπίδα. Στη μια άκρη, η συνολική κατάσταση των ενσωματωμένων και κυριάρχων πολιτών, στην άλλη άκρη, η εφεδρεία - η αυλή των θαυμάτων ή το στρατόπεδο - των αθλίων, των καταπιεσμένων, των ηττημένων. Κατ'αυτή την έννοια δεν υπάρχει πουθενά ένα και μόνο συμπαγές αναφερόμενο στη λέξη "λάος": όπως πολλές βασικές πολιτικές έννοιες, λαός είναι μια πολική έννοια που ορίζει μια διπλή κίνηση και μια σύνθετη σχέση ανάμεσα σε δύο άκρα. Αλλ'αυτό σημαίνει επίσης ότι κι η συγκρότηση του ανθρώπινου είδους σε ένα πολιτικό σώμα περνά από μια βασική τομή κι ότι στην έννοια "λαός" μπορούμε να αναγνωρίσουμε δίχως δυσκολία τα κατηγορικά ζεύγη που ορίζουν την πρωταρχική πολιτική δομή: γυμνή ζωή (λαός) και πολιτική ύπαρξη (Λαός), αποκλεισμός κι εγκλεισμός, ζωή και βίος. Στην πραγματικότητα, ο λαός φέρει πάντα μαζί του την βασική βιοπολιτική τομή. Λαός είναι ό,τι δεν μπορεί να εγκλειστεί στο σύνολο του οποίου αποτελεί μέρος κι ό,τι δεν μπορεί να ανήκει στο σύνολο όπου έχει ανέκαθεν περιληφθεί.

Από εδώ οι αντιφάσεις κι οι απορίες που δημιουργεί κάθε φορά που αναφέρεται και παίζεται επί της πολιτικής σκηνής. Είναι αυτό που υπάρχει ανέκαθεν και που οφείλει, όμως, να πραγματώνεται: είναι η καθαρή πηγή κάθε ταυτότητας και οφείλει παρ'όλ'αυτά να επαναπροσδιορίζεται χωρίς σταματημό και να εξαγνίζεται μέσω του αποκλεισμού, της γλώσσας, του αίματος, της επικράτειας. Ή μάλλον, σε αντίθετη περίπτωση, είναι αυτό που λείπει ουσιαστικά στον εαυτό του και του οποίου η πραγμάτωση συμπίπτει κατα συνέπεια με την αυτο-κατάργησή του. Είναι αυτό που για να είναι οφείλει να αρνηθεί τον εαυτό του και το αντίθετό του (από εδώ πηγάζουν οι ειδικές απορείες του εργατικού κινήματος, στραμένου προς τον λαό, που ζητά εντούτοις την κατάργησή του). Τη μια, αιματωβαμένη σημαία της αντίδρασης, την άλλη, αβέβαιο φλάμπουρο των επαναστάσεων και των λαϊκών μετώπων, ο λαός περιέχει σε κάθε περίπτωση μια τομή πολύ πιο πρωταρχική από αυτήν του φίλου και του εχθρού, έναν ασταμάτητο εμφύλιο πόλεμο που τον διαιρεί πιο ριζικά από κάθε διαμάχη και που ταυτόχρονα διατηρεί την ενότητα και συγκροτεί τον λαό πιο σταθερά από οποιαδήποτε ταυτότητα. Κι έτσι, αν προσέξουμε καλά, αυτό που ο Μαρξ ονομάζει πάλη των τάξεων, και το οποίο, παραμένοντας ουσιαστικά απροσδιόριστο, κατέχει μια θέση τόσο κεντρική στην σκέψη του, δεν είναι κάτι άλλο από αυτόν τον μύχιο πόλεμο που χωρίζει κάθε λαό και δεν θα τελειώσει παρά μόνο όταν, στην αταξική κοινωνία ή στη μεσσιανική βασιλεία, Λαός και λαός συμπέσουν και δεν θα υπάρχει πια συγκεκριμένα κανένας λαός.

3. Αν αληθεύει το ότι ο λαός περιέχει αναγκαστικά μέσα του την βασική πολιτική τομή, θα είναι λοιπόν δυνατόν να διαβάσουμε με ένα νέο τρόπο ορισμένες αποφασιστικές σελίδες της ιστορίας του αιώνα μας. Διότι, αν η μάχη ανάμεσα σε δυο "λαούς" εξελισσόταν σίγουρα ανέκαθεν, στην εποχή μας, η μάχη αυτή υπέστη μια τελική και παροξυστική επιτάχυνση. Στη Ρώμη, η μύχια τομή ήταν νομικά επικυρωμένη από την ξεκάθαρη διαίρεση σε populus και plebs που είχαν καθένα τους δικούς του θεσμούς και τους δικούς του δικαστές, όπως η διάκριση στον Μεσαίωνα μεταξύ popolo minuto και popolo grasso αντιστοιχούσε σε μια ξεκάθαρη σύνδεση διαφόρων τεχνών κι επαγγελμάτων. Αλλά καθώς, από την Γαλική Επανάσταση κι έπειτα, ο λαός γίνεται ο μόνος κάτοχος της κυριαρχίας, ο λαός μετασχηματίζεται σε μια ανησυχητική παρουσία, και η μιζέρια κι ο αποκλεισμός εμφανίζονται για πρώτη φορά σαν ένα απαράδεκτο σκάνδαλο. Στην μοντέρνα εποχή, μιζέρια κι αποκλεισμός δεν είναι μόνο οικονομικές ή κοινωνικές έννοιες, αλλά κατηγορίες κατ'εξοχήν πολιτικές (όλος ο οικονομισμός κι ο "σοσιαλισμός" που μοιάζουν να κυριεύουν την μοντέρνα πολιτική έχουν στην πραγματικότητα ένα πολιτικό νόημα, ή καλύτερα ένα βιοπολιτικό νόημα). Σ'αυτή την προοπτική, η εποχή μας δεν είναι άλλο πράμα από την απόπειρα - άπαιχτη και μεθοδική - να πληρωθεί η τομή που διαιρεί τον λαό, εκμηδενίζοντας ριζικά τον λαό των αποκλεισμένων. Αυτή η απόπειρα φέρνει κοντά, με διαφορετικούς τρόπους και σε διάφορους ορίζοντες, την δεξιά και την αριστερά, τις καπιταλιστικές και τις σοσιαλιστικές χώρες που ενώθηκαν στο σχέδιο - μάταιο σε τελική ανάλυση αλλά μερικώς πραγματοποιημένο στις εκβιομηχανισμένες χώρες - να παραχθεί ένας κι αδιαίρετος λαός. Αν η εμμονή της ανάπτυξης είναι τόσο αποτελεσματική στις μέρες μας, είναι που συμπίπτει με το βιοπολιτικό σχέδιο της παραγωγής ενός λαού δίχως τομή.

Η εξολόθρευση των Ιουδαίων στην ναζιστική Γερμανία αποκτά, κάτω από αυτό το πρίσμα, ένα ριζικά νέο νόημα. Ως λαός που αρνείται την ενσωμάτωση στο εθνικό πολιτικό σώμα (υπότιθεται ότι κάθε ενσωμάτωση του δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια επίφαση), οι Ιουδαίοι είναι οι κατ'εξοχήν εκπρόσωποι και σχεδόν το ζωντανό σύμβολο του λαού, αυτής της γυμνής ζωής που η νεωτερικότητα παράγει μέσα της, αλλά της οποίας η παρουσία είναι απολύτως ανυπόφορη. Και, μες τη διαυγή μανία με την οποία ο γερμανικός Volk, κατ'εξοχήν εκπρόσωπος του λαού ως συνολικό πολιτικό σώμα, αποπειράται να εξολοθρεύσει για πάντα τους Ιουδαίους, οφείλουμε να δούμε την ακραία φάση της μύχιας μάχης που διαιρεί Λαό και λαό. Με την τελική λύση (που συνεπαίρνει, όχι τυχαία, Τσιγγάνους κι άλλους μη-ενσωματώσιμους), ο ναζισμός ψάχνει σκοτεινά κι άχρηστα να απελευθερώσει την πολιτική σκηνή της Δύσης από αυτή την ανυπόφορη σκιά, για να παράξει τελικά τον γερμανικό Volk ως λαό που πλήρωσε το αρχικό βιοπολιτικό χάσμα (για αυτό είναι που οι αρχηγοί των ναζί επαναλαμβάνουν με τέτοια εμμονή ότι εργάζονται επίσης και για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς εξολοθρεύοντας Ιουδαίους και Τσιγγάνους). Παραφράζοντας το φροϋδικό αξίωμα πάνω στην σχέση μεταξύ Αυτού κι Εγώ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μοντέρνα βιοπολιτική διέπεται από την αρχή κατά την οποία "εκεί που υπάρχει ζωή στη γύμνια, θα πρέπει πάντα να υπάρχει ένας Λαός", με τον όρο όμως να προσθέσουμε άμεσα ότι αυτή η αρχή ισχύει και στην αντίστροφη διατύπωσή της που θέλει "εκεί που υπάρχει Λαός, θα υπάρξει γυμνή ζωή". Η ρωγμή που πιστεύαμε ότι γέμισε εξολοθρεύοντας τον λαό (τους Ιουδαίους που είναι το σύμβολό του) αναπαράγεται έτσι εκ νέου, μεταμορφώνοντας όλο τον γερμανικό λαό σε ιερή ζωή προορισμένη για θάνατο, και σε βιολογικό σώμα που πρέπει να εξαγνίζεται συνεχώς (εξολοθρεύοντας διανοητικά ασθενείς και όσους έχουν κληρονομικές ασθένειες). Και σήμερα, κατά διαφορετικό αλλ'ανάλογο τρόπο, το δημοκρατικο-καπιταλιστικό σχέδιο του εκμηδενισμού των φτωχών τάξεων, μέσω της ανάπτυξης, αναπαράγει όχι μόνο τον λαό των αποκλεισμένων αλλά μεταμορφώνει σε μια γυμνή ζωή όλους τους πληθυσμούς του τρίτου κόσμου. Μόνο μια πολιτική που θα έχει μάθει να παίρνει υπόψη την πρωταρχική βιοπολιτική τομή της Δύσης θα μπορέσει να σταματήσει αυτό το πήγαινε-έλα και να βάλει τέλος στον εμφύλιο πόλεμο που διαιρεί τους λαούς και τις πόλεις της γης.

Απόπειρα μετάφρασης απο τα γαλλικά ενός δοκιμίου που δημοσιεύτηκε στο G. Agamben, Moyens sans fins. Notes sur la politique, 1995 και 2002.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Η κοινότητα που έρχεται

(από τα "αυτιά" του εξωφύλλου του ομώνυμου βιβλίου)

Τί θα'ταν μια κοινότητα χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς όρους του ανήκειν, χωρίς ταυτότητα;
Μπορούμε να φανταστούμε μια κοινότητα καμωμένη από ανθρώπους που δεν διεκδικούν μια ταυτότητα (το να είμαι γάλλος, κόκκινος, μουσουλμάνος); Πώς λοιπόν να σκεφτούμε μια κοινότητα σχηματισμένη από οποιεσδήποτε μοναδικότητες, δηλαδή τέλεια καθορισμένες, αλλά χωρίς μια έννοια ή μια ιδιότητα να μπορεί να εξυπηρετήσει ως ταυτότητα;

Το είναι που έρχεται: ούτε ατομικό ούτε καθολικό, αλλά οποιοδήποτε. Μοναδικό, αλλά χωρίς ταυτότητα. Καθορισμένο, αλλά μόνο στον άδειο χώρο του παραδείγματος. Και, εντούτοις, ούτε γενεσιουργό, ούτε αδιάφορο: αντίθετα, όπως ενδιαφέρει σε κάθε περίπτωση, καθαρό αντικείμενο της αγάπης. Η λογική του: τα παράδοξα της θεωρίας των συνόλων, η ανωνυμία της ιδέας, η ριζική αδυναμία μιας μετα-γλώσσας. Η ηθική του: το να είναι μόνο ο δικός του τρόπος ύπαρξης, το να ασκεί μόνο την δικιά του δυνατότητα ή δύναμη, το να βιώνει την γλώσσα ως τέτοια. Η πολιτική του: το να φτιάχνει κοινότητα χωρίς προϋποθέσεις ούτε όρους του ανήκειν, η αμετάκλητη έξοδος από το κράτος, η κατασκευή ενός κοινοποιήσιμου σώματος.

Απόπειρα μετάφρασης του γαλλικού paperback του G. Agamben, La comunità che viene, 1990

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Τιεν-αν-μεν

του Giorgio Agamben (1942- )

Ποιά μπορεί να είναι η πολιτική της οποιασδήποτε μοναδικότητας, με άλλα λόγια, ενός όντος του οποίου η κοινότητα δεν διαμεσολαβείται ούτε από έναν όρο για να ανήκει (να είναι κόκκινος, ιταλός, κομμουνιστής) ούτε από την απουσία οποιουδήποτε όρου για να ανήκει (μια αρνητική κοινότητα όπως την πρότεινε πρόσφατα ο Blanchot), αλλά από το ίδιο το ανήκειν; Ένα τηλεγράφημα από το Πεκίνο μας δίνει τα στοιχεία μιας απάντησης.

Το πιο εκπληκτικό, πράγματι, στις εκδηλώσεις του κινεζικού μάη, είναι η σχετική απουσία συγκεκριμένων διεκδικήσεων (δημοκρατία και ελευθερία είναι έννοιες πολύ φλου και γενικές για να αποτελέσουν ένα πραγματικό αντικείμενο διαμάχης και η μόνη συγκεκριμένη διεκδίκηση, η αποκατάσταση του Hu Yao-Bang, ικανοποιήθηκε αμέσως). Η βιαιότητα λοιπόν των αντιδράσεων του κράτους φαίνεται ακόμα πιο ανεξήγητη. Πιθανόν, όμως, το δυσανάλογο να είναι μόνο επιφανειακό και οι κινέζοι ιθύνοντες να έδρασαν, από την δική τους σκοπιά, με πιο καθαρό μυαλό από ό,τι οι δυτικοί παρατηρητές που ήταν αποκλειστικά απασχολημένοι με το να παρέχουν επιχειρήματα στην διαμάχη που στέκει όλο και λιγότερο μεταξύ κομμουνισμού και δημοκρατίας.

Καθώς η καινοτομία της πολιτικής που έρχεται, συνίσταται στο ότι δεν θα είναι πια μια μάχη για την κατάκτηση ή για τον έλεγχο του κράτους, αλλά για μια μάχη μεταξύ του Κράτους και του μη-Κράτους (της ανθρωπότητας), ανεπανόρθωτος χωρισμός των οιωνδήποτε μοναδικοτήτων και της κρατικής οργάνωσης.

Αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με την απλή διεκδίκηση του κοινωνικού έναντι του κράτους, που βρήκε πρόσφατα μια έκφραση στα κινήματα αμφισβήτησης. Οι οποιεσδήποτε μοναδικότητες δεν μπορούν να σχηματίσουν κοινωνία επειδή δεν διαθέτουν καμιά ταυτότητα που μπορούν να βάλουν μπροστά, κανένα δεσμό για να ανήκουν που θα μπορούσαν να κάνουν αναγνωρίσιμο. Σε τελική ανάλυση, το κράτος μπορεί να αναγνωρίσει οποιαδήποτε διεκδίκηση για ταυτότητα - ακόμα και την διεκδίκηση κρατικής ταυτότητας στο εσωτερικό του (η ιστορία των σχέσεων μεταξύ τρομοκρατίας και κράτους στην εποχή μας είναι η πιο ομιλητική επιβεβαίωση). Αλλά το ότι μοναδικότητες συγκροτούν κοινότητα χωρίς να διεκδικούν ταυτότητα, το ότι άνθρωποι συνανήκουν χωρίς να μπορεί να αναπαρασταθεί ένας όρος για το ανήκειν (ακόμα και με τη μόρφην μιας απλής προϋπόθεσης) συνιστά αυτό που το κράτος δεν μπορεί σε καμια περίπτωση να ανεχτεί. Διότι το Κράτος, όπως έδειξε ο Badiou, δεν ιδρύεται πάνω σε ένα κοινωνικό δεσμό του οποίου θα ήταν η έκφραση, αλλά πάνω στην από-λυσή του που την αναστέλλει. Για το κράτος, αυτό που μετρά δεν είναι ποτέ η μοναδικότητα ως τέτοια, αλλά μονάχα η περίληψή της σε μια οποιαδήποτε ταυτότητα (αλλά το ότι το Οποιοδήποτε μπορεί να αναληφθεί χωρίς ταυτότητα, αυτό αποτελεί μια απειλή με την οποία το κράτος δεν διατίθεται καθόλου να συνδιαλλαγεί).

Ένα ον ριζικά απαλλαγμένο από κάθε αναπαραστήσιμη ταυτότητα θα ήταν για το κράτος απολύτως ασήμαντο. Αυτό είναι που έχουν για δουλειά, μες στην κουλτούρα μας, να αποκρύψουν το υποκριτικό δόγμα του ιερού χαρακτήρα της ζωής και οι κενές διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ιερότητα δεν έχει κανένα άλλο νόημα από αυτό που της δίνει το ρωμαϊκό δίκαιο: ιερός είναι όποιος έχει αποκλεισθεί από τον κόσμο των ανθρώπων και που επιτρέπεται να θανατωθεί, αν και η θυσία απαγορεύεται, χωρίς να διαπραχθεί ανθρωποκτονία (neque fas est eum immolari, sed qui occidit parricidio non damnatur). (Σ'αυτή την προοπτική, σημαίνει πολλά που η εξολόθρευση των Ιουδαίων δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ ως ανθρωποκτονία, ούτε από τους δήμιους τους, ούτε από τους δικαστές τους, αλλά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από τους δικαστές, και που οι νικήτριες δυνάμεις θέλησαν να εξαγοράσουν αυτή την έλλειψη ταυτότητας παραχωρόντας μια κρατική ταυτότητα, πηγή με τη σειρά της νέων σφαγών).

Η οποιαδήποτε μοναδικότητα που θέλει να ιδιοποιηθεί το ίδιο της το ανήκειν, το ίδιο της το είναι-μέσα-στη-γλώσσα και που απορρίπτει, στο εξής, κάθε ταυτότητα και κάθε όρο για να ανήκει, είναι ο κύριος εχθρός του κράτους. Οπουδήποτε διαδηλώσουν αυτές οι μοναδικότητες ειρηνικά το κοινό τους είναι, θα υπάρχει μια πλατεία Τιεν-αν-μεν κι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστούν τα άρματα.

Απόπειρα μετάφρασης από την γαλλική έκδοση του δοκιμίου "Tienanmen" που πρωτοδημοσιεύτηκε στο La comunita che viene, 1990. Κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Η κοινότητα που έρχεται.