Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Χωρίς τάξεις

Αν έπρεπε σκεφτούμε άλλη μια φορά την τύχη της ανθρωπότητας με όρους τάξης, θα’πρεπε να πούμε ότι δεν υπάρχουν πλέον σήμερα κοινωνικές τάξεις αλλά μόνο μία παγκόσμια μικρο-αστική τάξη μέσα στην οποία διαλύθηκαν όλες οι παλιές τάξεις: η μικρο-αστική τάξη κληρονόμησε τον κόσμο, είναι η μορφή μέσα από την οποία η ανθρωπότητα επιβίωσε επί του μηδενισμού.


Αυτό είναι όμως ακριβώς που είχαν καταλάβει εξίσου ο φασισμός κι ο ναζισμός, και το ότι είχαν δει καθαρά την αμετάκλητη παρακμή των παλιών κοινωνικών υποκειμένων συνιστά στην πραγματικότητα την αξεπέραστη σφραγίδα της μοντερνικότητάς τους. (Κατά μια άποψη στενά πολιτική, ο φασισμός κι ο ναζισμός δεν έχουν ξεπεραστεί καθόλου και ζούμε ακόμη υπό τη σκέπη τους). Αντιπροσώπευαν, παρ’όλ’αυτά, ο φασισμός κι ο ναζισμός, μια εθνική μικρο-αστική τάξη που ήταν ακόμα δεμένη σε μια επίπλαστη λαϊκή ταυτότητα πάνω στην οποία έπιασαν όνειρα αστικού μεγαλείου. Η παγκόσμια μικρο-αστική τάξη, αντίθετα, χειραφετήθηκε απ’αυτά τα όνειρα, κι ιδιοποιήθηκε την ικανότητα του προλεταριάτου στο να απορρίπτει κάθε αναγνωρίσιμη ταυτότητα. Ο μικροαστός εκμηδενίζει ό,τι είναι με την χειρονομία με την οποία φαίνεται να προσυπογράφει στενοκέφαλα σ’αυτό που είναι: δεν γνωρίζει παρά το μη αυθεντικό και το μη δικό του, και φτάνει στο σημείο να αρνηθεί ακόμα και την ιδέα ότι είπε κάτι δικό του. Οι διαφορές γλωσσών, διαλέκτων, τρόπων ζωής, χαρακτήρα, συνηθειών, ακόμα κι οι φυσικές ιδιαιτερότητες του καθενός, που αποτελούσαν την αλήθεια και το ψέμα των λαών και των γενιών που πέρασαν από τη γη, δεν έχουν καμιά σημασία πλέον γι’αυτόν, καμιά δυνατότητα έκφρασης κι επικοινωνίας. Στην μικρο-αστική τάξη, οι ποικιλλομορφίες που σημάδεψαν τον τραγέλαφο της παγκόσμιας ιστορίας είναι εκτεθειμένες στη συλλογή μιας φαντασμαγορικής κενότητας.

Στο μεταξύ όμως, η ανοησία της ατομικής ύπαρξης, που έχει κληρονομηθεί από τα υπόγεια του μηδενισμού, έφτασε σε τέτοιο βαθμό που έχασε κάθε πάθος, και μεταμορφώθηκε, ανοιχτά σε αφίσα, σε καθημερινή έκθεση : τίποτα δεν μοιάζει πια με τη ζωή της νέας ανθρωπότητας εκτός από ένα διαφημιστικό που είναι σαν να σβήσαμε κάθε ίχνος του διαφημιζόμενου προϊόντος. Αλλά η αντίφαση του μικροαστού συνίσταται στο να ψάχνει ακόμα σ’αυτό το διαφημιστικό, το προϊόν που τον κάνει να αισθάνεται μείον, επιμένοντας μάταια, μολαταύτα, να ιδιοποιηθεί μια ταυτότητα που έγινε, στην πραγματικότητα, απολύτως μη δική του και χωρίς σημασία. Ντροπή κι υπεροψία, κομφορμισμός και περιθωριακότητα αποτελούν τους ακραίους πόλους της συναισθηματικής τονικότητας του μικροαστού.

Το γεγονός είναι ότι η ανοησία της ύπαρξής του συγκρούεται με έναν ακόμα παραλογισμό πάνω στον οποίο κάθε διαφήμιση ναυαγεί : τον θάνατο. Μ’αυτόν εδώ, ο μικροαστός προλαβαίνει την τελευταία απαλλοτρίωση, την ύστατη στέρηση της ατομικότητας : την ζωή στη γύμνια της, το απολύτως ανεπικοινώνητο, όπου τελικά η ντροπή μπορεί να αναπαυθεί εν ειρήνη. Έτσι, με τον θάνατο καλύπτει το μυστικό που οφείλει όμως να αρνείται να ομολογήσει : και στην γύμνιά της ακόμα, η ζωή στην πραγματικότητα του είναι ξένη και καθαρά εξωτερική, δεν υπάρχει γι’αυτόν καταφύγιο επί γης.

Αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια μικρο-αστική τάξη είναι προφανώς η μορφή με την οποία η ανθρωπότητα είναι έτοιμη να προχωρήσει προς την καταστροφή της. Αλλά αυτό σημαίνει επίσης ότι η τάξη αυτή αντιπροσωπεύει μια ασύγκριτη ευκαιρία για την ιστορία της ανθρωπότητας, που δεν πρέπει με τίποτα να την αφήσουμε να χαθεί. Διότι αν οι άνθρωποι , αντί να ψάχνουν ακόμα για μια δική τους ταυτότητα στην μορφή πλέον της μη δικής και άλογης ατομικότητας, κατάφερναν να προσχωρήσουν στο μη δικό ως τέτοιο, στο να κάνουν από το δικό τους έτσι-είναι, όχι μια ταυτότητα, αλλά μια μοναδικότητα, κοινή κι απολύτως εκτεθειμένη, αν, με άλλα λόγια, οι άνθρωποι μπορούσαν να μην είναι έτσι σύμφωνα με τη μια ή την άλλη ιδιαίτερη βιογραφική ταυτότητα, αλλά να είναι μόνο το έτσι, να είναι δηλαδή η μονάδική τους εξωτερικότητα και το πρόσωπό τους, τότε η ανθρωπότητα θα είχε πρόσβαση για πρώτη φορά σε μια κοινότητα χωρίς προϋπόθεση και χωρίς αντικείμενο, σε μια επικοινωνία που δεν θα γνώριζε πια το ακοινώνητο.

Η επιλογή, μέσα στην νέα παγκόσμια ανθρωπότητα, των χαρακτήρων που επιτρέπουν την επιβίωσή της, η μετακίνηση του λεπτού διαφράγματος που χωρίζει την κακή διαμεσολαβημένη δημοσιότητα από την τέλεια εξωτερικότητα που δεν επικοινωνεί παρά μόνο την ίδια – αυτή είναι η πολιτική δουλειά της γενιάς μας.

(Απόπειρα μετάφρασης του δοκιμίου του G. Agamben, « Sans classes » που κυκλοφορεί μέσω της συλλογής άρθρων Η κοινότητα που έρχεται).

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

In girum imus nocte et consumimur igni

[...] Στο ρεαλισμό και τα επιτεύγματα αυτού του περιβόητου συστήματος, μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε τις προσωπικές ικανότητες των εκτελεστικών οργάνων που έχει εκπαιδεύσει. Και όντως αυτοί εδώ πλανώνται σε όλα και δεν μπορούν παρά να παραπαίουν ανάμεσα σε ψέμματα. Πρόκειται για μισθωτούς φουκαράδες που περνιούνται για ιδιοκτήτες, για παραμυθιασμένους αδαείς που περνιούνται για μορφωμένοι, για νεκρούς που νομίζουν ότι ψηφίζουν.

Πόσο σκληρά τους φέρθηκε ο τρόπος παραγωγής ! Από εξέλιξη σε προαγωγή, έχουν χάσει και τα λίγα που είχαν και κέρδισαν αυτά που κανείς δεν ήθελε. Συγκεντρώνουν τις αθλιότητες και τις ταπεινώσεις όλων των εκμεταλλευτικών συστημάτων του παρελθόντος και το μόνο που αγνοούν απ'αυτά είναι η εξέγερση. Μοιάζουν πολύ με σκλάβους, γιατί στοιβάζονται μαζικά μέσα σε κτίρια άθλια, ανθυγιεινά και καταθλιπτικά. Διατρέφονται άσχημα, με τροφή μολυσμένη και άγευστη. Νοσηλεύονται υπό άθλιες συνθήκες όταν προσβάλλονται από αρρώστειες, που συνεχώς υποτροπιάζουν. Βρίσκονται υπό συνεχή και ταπεινωτική επιτήρηση και συντηρούνται μέσα στον εκσυγχρονισμένο αναλφαβητισμό και τις θεαματικές δεισιδαιμονίες που ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των αφεντικών τους. Ξεριζώθηκαν, βρέθηκαν μακρυά από τις επαρχίες ή τις γειτονιές τους, σ'ένα καινούργιο και εχθρικό τοπίο, σύμφωνα με τις συγκεντρωτικές τάσεις της σύγχρονης βιομηχανίας. Δεν είναι παρά νούμερα σε γραφικές παραστάσεις σχεδιασμένες από ηλίθιους.

[...] Ωστόσο, αυτοί οι προνομιούχοι εργαζόμενοι της ολοκληρωμένης εμπορευματικής κοινωνίας, διαφέρουν από τους σκλάβους στο ότι οφείλουν οι ίδιοι να μεριμνούν για την συντήρησή τους. Η κατάστασή τους μπορεί να συγκριθεί μάλλον με την δουλοπαροικία, επειδή είναι προσκολλημένοι αποκλειστικά σε μιαν επιχείρηση και στην επιτυχή της πορεία, αν και δίχως αμοιβαίο όφελος και, προπάντων, επειδή είναι αναγκασμένοι να κατοικούν σε έναν και μοναδικό χώρο: το ίδιο κύκλωμα κατοικιών, γραφείων, αυτοκινητοδρόμων, θερέτρων και αεροδρομίων, πάντα πανομοιότυπων.

Αλλά μοιάζουν επίσης με τους σύγχρονους προλετάριους ως προς το αβέβαιο των αποδοχών τους, που αντιφάσκει με την προγραμματισμένη ρουτίνα των εξόδων τους και το γεγονός ότι είναι αναγκασμένοι να εκμισθώνουν τον εαυτό τους στην ελεύθερη αγορά, δίχως να κατέχουν κανένα από τα εργαλεία της εργασίας τους: επειδή έχουν ανάγκη από χρήματα. Είναι αναγκασμένοι να αγοράζουν εμπορεύματα και τους έχουν φέρει σε σημείο να μην μπορούν να διατηρήσουν επαφή με ο,τιδήποτε δεν είναι εμπόρευμα.

Αλλά εκεί που η οικονομική τους κατάσταση [...]

(Απόσπασμα από το Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα και η φωτιά μας καταβροχθίζει. Κριτική έκδοση του Guy DEBORD, 1990, σε μετάφραση του Πάνου Τσαχαγέα για τις εκδ. Ελεύθερος Τύπος)

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Ο καταστροφικός χαρακτήρας

Άρθρο του Walter BENJAMIN (1892-1940) που δημοσίευσε στην Frankfuhrter Zeitung, στις 20 νοέμβρη 1931, σε μετάφραση του Λεωνίδα Μαρσιανού για το περιοδικό Πανοπτικόν, τεύχος 4.

Θα μπορούσε κάποιος, αναλογιζόμενος τη ζωή του, να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι σχεδόν όλες οι βαθύτερες δεσμεύσεις που υπέμενε εντός του εκπορεύονταν από ανθρώπους, για τον "καταστροφικό χαρακτήρα" των οποίων όλοι ομογνωμούσαν. Κάποια μέρα, τυχαία ίσως, θα αντιληφθεί αυτό το γεγονός και όσο μεγαλύτερη κατάπληξη τον συνταράξει, τόσο μεγαλύτερες είναι και οι πιθανότητές του να σχηματίσει μια σαφή εικόνα του καταστροφικού χαρακτήρα.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας γνωρίζει ένα σύνθημα μόνο: άνοιγμα χώρου - μόνο μια δραστηριότητα: εκκένωση. Η ανάγκη του για καθαρό αέρα και ελεύθερο χώρο είναι πιο ισχυρή από κάθε μίσος.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι νέος και εύθυμος. Διότι η καταστροφή ανανεώνει, επειδή σβήνει τα ίχνη της ηλικίας - χαροποιεί, επειδή κάθε πράξη καταστροφής σημαίνει για τον καταστροφέα πλήρη ελαχιστοποίηση, εκμηδένιση μάλλον, της ίδιας του της κατάστασης. Σε τέτοιες απολλώνιες εικόνες καταστροφής οδηγεί προπάντων η συνειδητοποίηση της φοβερής απλότητας που αποκτά ο κόσμος, όταν αποδεικνύει το άξιο της καταστροφής του. Αυτός είναι ο μέγας δεσμός που περικλείει αρμονικά κάθε υπάρχον. Είναι ένα θέαμα που προσφέρει στον καταστροφικό χαρακτήρα σκηνές βαθύτατης αρμονίας.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι πάντοτε πρόθυμος για εργασία. Η φύση είναι εκείνη που καθορίζει τον ρυθμό του, έμμεσα τουλάχιστον: διότι πρέπει να την προλαβαίνει. Ειδάλλως θα αναλάβει η ίδια το έργο της καταστροφής.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν έχει κάποιο πρότυπο. Οι ανάγκες του είναι ελάχιστες, και ποσώς τον απασχολεί τι θα αντικαταστήσει ό,τι καταστράφηκε. Αρκεί, τουλάχιστον για μια στιγμή, ο κενός χώρος, ο τόπος όπου βρισκόταν το πράγμα ή ζούσε το θύμα. Θα βρεθεί κάποιος που τον χρειάζεται χωρίς να το καταλαβαίνει.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας εκτελεί την εργασία του, αποφεύγει όμως τη δημιουργική δραστηριότητα. Όπως ο δημιουργός επιζητεί τη μοναξιά, αντιστοίχως ο καταστροφέας πρέπει να περιστοιχίζεται διαρκώς από ανθρώπους, από μάρτυρες της δραστηριότητάς του.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι ένα σημαίνον. Όπως ακριβώς ένα τριγωνομετρικό σχήμα έχει εκτεθειμένες όλες του τις πλευρές στον αέρα, έτσι κι αυτός είναι εκτεθειμένος από όλες τις πλευρές στις φήμες. Να τον προστατεύσει κανείς από αυτές είναι μάταιο.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν επιδιώκει καθόλου να γίνει κατανοητός. Oλες τις επίμονες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση τις θεωρεί επιφανειακές. Το να γίνει αντικείμενο παρανόησης δεν μπορεί να τον βλάψει. Απεναντίας, το προκαλεί, όπως το προκαλούσαν και τα μαντεία, αυτοί οι καταστροφικοί θεσμοί του κράτους. Το πλέον μικροαστικό φαινόμενο, το κουτσομπολιό, προκαλείται απλώς και μόνο διότι οι άνθρωποι δεν θέλουν να παρανοούνται. Ο καταστροφικός χαρακτήρας δέχεται την παρανόηση· δεν προωθεί το κουτσομπολιό.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι ο εχθρός του ανθρώπου-θήκη. Ο άνθρωπος-θήκη επιζητεί την άνεση του και το περίβλημα είναι η πεμπτουσία της. Το εσωτερικό του περιβλήματος είναι το επενδυμένο με βελούδο ίχνος που αποτύπωσε στον κόσμο. Ο καταστροφικός χαρακτήρας εξαφανίζει ακόμη και τα ίχνη της καταστροφής.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας ανήκει στο μέτωπο των παραδοσιακών. Ορισμένοι μεταδίδουν πράγματα καθιστώντας τα άθικτα και έτσι τα συντηρούν· άλλοι μεταδίδουν καταστάσεις καθιστώντας τις εύχρηστες και έτσι τις ρευστοποιούν. Αυτοί ονομάζονται καταστροφικοί.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας έχει τη συνείδηση του ιστορικού ανθρώπου του οποίου βαθύτατο συναίσθημα είναι η ανυπέρβλητη δυσπιστία για την πορεία των πραγμάτων και μια ετοιμότητα να αναγνωρίσει ανά πάσα στιγμή ότι όλα μπορούν να πάνε από το κακό στο χειρότερο. Γι' αυτό ο καταστροφικός χαρακτήρας είναι η αξιοπιστία αυτοπροσώπως.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν αναγνωρίζει τίποτα διαρκές. Αλλά γι' αυτό ακριβώς βλέπει παντού δρόμους. Oπου άλλοι προσκρούουν σε τείχη ή βουνά, ακόμα και εκεί βλέπει έναν δρόμο. Αλλά επειδή βλέπει παντού έναν δρόμο πρέπει να και παντού να εκκενώνει τον δρόμο. Oχι πάντοτε με ωμή βία, ενίοτε και με εξευγενισμένη. Επειδή βλέπει παντού δρόμους στέκεται πάντοτε σε σταυροδρόμια. Δεν μπορεί καμιά στιγμή να γνωρίζει τι θα φέρει η επόμενη. Συντρίβει το υπάρχον, ωστόσο όχι για τη συντριβή, αλλά για χάρη του δρόμου που οδηγεί μέσα απ' τα συντρίμμια.

Ο καταστροφικός χαρακτήρας δεν ζει με την αίσθηση ότι τη ζωή αξίζει να την ζει κανείς, αλλά ότι η αυτοκτονία δεν αξίζει τον κόπο.

Κυριακή 22 Αυγούστου 2010

Πέραν των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΙΙ)

4. Είναι καιρός να σταματήσουμε να διαβάζουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη - απο το 1789 μέχρι σήμερα - ως διακηρύξεις αιωνίων αξιών που υπερβαίνουν το δίκαιο, σαν να είχαν στόχο να επιβάλλουν στον νομοθέτη τον σεβασμό των αξιών αυτών, ώστε να θεωρήσουμε τις διακηρύξεις σύμφωνα με τον πραγματικό τους ρόλο στο μοντέρνο κράτος. Στην πραγματικότητα, τα δικαιώματα του ανθρώπου αντιπροσωπεύουν πάνω απ'όλα την αρχική μορφή εγγραφής της καθαρά φυσικής ζωής στην νομικο-πολιτική τάξη του Έθνους-κράτους. Μεσ'τη γύμνια της, η ζωή αυτή (το ανθρώπινο πλάσμα) που ανήκε στον Θεό τον καιρό του παλαιού καθεστώτος και, που ήταν ξεκάθαρα χωρισμένη, στον κλασσικό κόσμο, (ως ζωή) από την πολιτική ζωή (βίος), εισέρχεται σήμερα ανάμεσα στις πρωτεύουσες ασχολίες του κράτους και γίνεται, ας πούμε, το κοσμικό του θεμέλιο. Έθνος-κράτος σημαίνει: κράτος που φτιάχνει από την γέννηση (δηλ. από την καθαρή κι απλή ανθρώπινη ζωή) το θεμέλιο της κυριαρχίας του. Εδώ βρίσκεται το νόημα (που δεν είναι και τόσο κρυμμένο) των τριών πρώτων άρθρων της Διακήρυξης του 1789 : το στοιχείο της γέννησης μπορεί, μόνο επειδή έχει εγγραφεί στο κέντρο κάθε πολιτικής συνένωσης (άρθρα 1 και 2), να συνδέσει στενά την αρχή της κυριαρχίας με το έθνος (σύμφωνα με την ετυμολογία του λατ. natio που σήμαινε στην αρχή απλά "γέννηση"). Οι διακυρήξεις των δικαιωμάτων πρέπει λοιπόν να θεωρηθούν ως ο τόπος όπου πραγματοποιείται το πέρασμα από την βασιλική κυριαρχία θεϊκής προέλευσης στην εθνική κυριαρχία. Εξασφαλίζουν την εισαγωγή της ζωής στην νέα κρατική τάξη που θα πρέπει να ακολουθήσει την συντριβή του παλαιού καθεστώτος. Το ότι ο "υπήκοος" μεταμορφώνεται μέσω διακηρύξεων σε "πολίτη" σημαίνει ότι η γέννηση, δηλ. η γυμνή φυσική ζωή ως τέτοια γίνεται εδώ για πρώτη φορά (μέσα από ένα μετασχηματισμο του οποίου μπορούμε μόνο να ξεκινήσουμε να εκτιμούμε τώρα τις βιο-πολιτικές συνέπειες) ο άμεσος φορέας της κυριαρχίας. Η αρχή της γέννησης κι η αρχή της κυριαρχίας χωρισμένες στο παλαιό καθεστώς (όπου η γέννηση δεν έδινε θέση παρά μόνο στον υπήκοο) ενώνονται πλέον αμετάκλητα στο σώμα του "κυρίαρχου υποκειμένου" για να συγκροτήσουν το θεμέλιο του νέου Έθνους-κράτους. Σ'αυτή την ιδεοληψία υπάρχει έμμεση η ιδέα ότι η γέννηση γίνεται αυτόματα έθνος δίχως να υπάρχει χάσμα μεταξύ αυτών των δυο στιγμών. Τα δικαιώματα αποδίδονται έτσι στον άνθρωπο στον βαθμό που είναι η προϋπόθεση - που εξαφανίζεται αυθωρεί ως τέτοια - του πολίτη.

5. Αν ο πρόσφυγας αντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τόσο ανησυχητικό στην δομή του Έθνους-κράτους, είναι πρώτα απ'όλα διότι, διαρρηγνύοντας την ταυτότητα μεταξύ ανθρώπου και πολίτη, μεταξύ γέννησης και εθνικότητας, βάζει την πρωταρχική ιδεοληψία της κυριαρχίας σε κρίση. Φυσικά, πάντα υπήρχαν μοναδικές εξαιρέσεις σ'αυτή την αρχή. Η καινοτομία των καιρών μας που απειλεί το Έθνος-κράτος στα ίδια του τα θεμέλια, είναι ότι ολοένα και περισσότερα μέρη της ανθρωπότητας δεν αντιπροσωπεύονται μέσα του. Ακριβώς επειδή καταστρέφει τη παλιά τριάδα Κράτος-έθνος-έδαφος, ο πρόσφυγας, αυτή η φαινομενικά περιθωριακή μορφή, αξίζει να θεωρηθεί, αντίθετα, ως η κεντρική φιγούρα της πολιτικής μας ιστορίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα πρώτα στρατόπεδα στήθηκαν στην Ευρώπη ως χώροι ελέγχου για τους πρόσφυγες κι ότι η διαδοχή στρατόπεδα εγκλεισμού/στρατόπεδα εξολόθρευσης αντιπροσωπεύει μια εντελώς τέλεια γεννιά. Ένας από τους σπάνιους κανόνες που σεβάστηκαν οι ναζί σταθερά κατά την "τελική λύση" ήταν να στέλνουν τους Εβράιους και τους Τσιγγάνους στα στρατόπεδα εξολόθρευσης αφού τους στερούσαν πλήρως την εθνικότητα τους (αυτήν την εθνικότητα δευτέρας κατηγορίας σύμφωνα με τους νόμους της Νυρεμβέργης). Όταν τα δικαιώματα κάποιου δεν είναι πλέον δικαιώματα του πολίτη, ο άνθρωπος είναι πια πραγματικά ιερός κατά την έννοια που δίνει στον όρο αυτό το αρχαϊκό ρωμαϊκό δίκαιο: προορισμένος για θάνατο.

6. Πρέπει δίχως άλλο να διαχωρίσουμε την έννοια πρόσφυγας από αυτήν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και να σταματήσουμε να την ερμηνεύουμε αποκλειστικά με όρους δικαιώματος ασύλου (το οποίο κατά τ'άλλα μειώνεται ολοένα και περισσότερο στις νομοθεσίες των ευρωπαϊκών κρατών). Αρκεί να διαβάσουμε τις Θέσεις πάνω στο δίκαιο του ασύλου της Agnès Heller για να δουμε ότι αυτό  δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε δηλητηριώδη συμπεράσματα. Ο πρόσφυγας πρέπει να θεωρηθεί γι'αυτό που είναι, δηλ. τίποτα λιγότερο από μια έννοια-όριο που βάζει σε κρίση τα θεμέλια του Έθνους-κράτους, και που την ίδια στιγμή ανοίγει το πεδίο σε νέες εννοιολογικές κατηγορίες.

Στην πραγματικότητα το φαινόμενο της λεγόμενης παράνομης μετανάστευσης προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας πήρε (και θα πάρει περισσότερο, τα επόμενα χρόνια, με πάνω από 20 εκατομ. πρόσφυγες που προβλέπονται από την κεντρική Ευρώπη) χαρακτήρα και διαστάσεις ανάλογες που δικαιολογούν αυτήν την ανατροπή προοπτικής. Αυτό που αντιμετωπίζουν σήμερα τα εκβιομηχανισμένα κράτη είναι μια μάζα μονίμων κατοίκων που δεν είναι πολίτες, οι οποίοι δεν μπορούν ούτε πλέον θέλουν να πάρουν εθνικότητα ή να επαναπατρισθούν. Αυτοί οι μη-πολίτες έχουν συχνά μια εθνικότητα από καταγωγής αλλά από τη στιγμή που προτιμούν να μην απολαμβάνουν την προστασία του δικού τους κράτους βρίσκονται όπως οι πρόσφυγες σε κατάσταση de facto απατρίδων. Ο T. Hammar χρησιμοποίησε τον όρο απολίτες (denizens) για να περιγράψει αυτους τους κατοίκους που δεν είναι πολίτες, κι είχε την αξία να δείξει ότι η έννοια του πολίτη είναι πλέον ακατάλληλη για την περιγραφή της κοινωνικο-πολιτικής κατάστασης των μοντέρνων κρατών. Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες των εκβιομηχανισμένων κρατών (στις Η.Π.Α. όπως και στην Ευρώπη) διαδηλώνουν, μέσα από μια αποστασία ολοένα και πιο σημαδεμένη από κωδικοποιημένες στιγμές πολιτικής συμμετοχής, μια προφανή τάση μετασχηματισμού τους σε απολίτες, σε μονίμους κατοίκους που δεν είναι πολίτες. Έτσι τόσο πολίτες όσο κι απολίτες καταλήγουν να εγγράφονται, τουλάχιστον για ορισμένα κοινωνικά στρώματα, σε μια ζώνη αδιαφορίας δυνητική. Αυτό πολλαπλασιάζει τις ξενόφοβες αντιδράσεις και τις κινητοποιήσεις άμυνας σύμφωνα με την καλά γνωστή αρχή, δεδομένων των σχηματικών διαφορών, ότι η ουσιαστική ενσωμάτωση εντείνει το μίσος και την μη-ανοχή.

7. Πριν ξανανοίξουμε στην Ευρώπη τα στρατόπεδα εξολόθρευσης (κάτι που αρχίζει να γίνεται), τα Έθνη-κράτη πρέπει να βρουν το κουράγιο να θέσουν υπό αίρεση την αρχή της εγγραφής της γέννησης και την τριάδα Κράτος-έθνος-έδαφος που βασίζεται πάνω της. Δεν είναι εύκολο να υποδείξουμε τώρα τους τρόπους με τους οποίους κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει συγκεκριμένα. Αρκεί να δείξουμε ένα πιθανό δρόμο. Ξέρουμε ότι μια από τις επιλογές που εξετάζονται για τη λύση του ζητήματος της Ιερουσαλήμ είναι να γίνει ταυτόχρονα και δίχως εδαφικό χωρισμό η πρωτεύουσα δύο διαφορετικών κρατικών οργανισμών. Η παράδοξη κατάσταση αμοιβαίας αποεδαφικοποίησης (ή καλύτερα αν-εδαφικότητας) που συνεπάγεται, θα μπορούσε να γενικευτεί ως μοντέλο των νέων διεθνών σχέσεων. Αντί για δύο εθνικά κράτη που θα χωρίζονταν από αβέβαια κι απειλητικά σύνορα, θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε δύο πολιτικές κοινότητες που να στηρίζονται πάνω σε μια περιοχή και σε μια έξοδο του ενός προς το άλλο, δεμένες μεταξύ τους από μια σειρά αμοιβαίων αποεδαφικοποίησεων μέσα στις οποίες η έννοια-πιλότος δεν θα ήταν πλέον το δίκαιο του πολίτη αλλά η προσφυγή του μοναδικού. Κατ'ανάλογο τρόπο, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την Ευρώπη όχι ως μια αδύνατη "Ευρώπη των εθνών" της οποίας ήδη διακρίνουμε την καταστροφή σε σύντομο χρόνο, αλλά ως ένα αν-εδαφικό χώρο μέσα στον οποίο όλοι οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών κρατών (πολίτες και μη πολίτες) θα μπορούσαν να βγουν ή να προσφύγουν, το καθεστώς του ευρωπαίου σημάνοντας πλέον το είναι εν εξόδω (έστω κι ακίνητο προφανώς) του πολίτη. Ο ευρωπαϊκός χώρος θα μάρκαρε τότε ένα αμείωτο κενό μεταξύ γεννήσεως και έθνους, μες το οποίο η παλιά έννοια του λαού - κι ο λαός, γνωρίζουμε, είναι πάντα μειονότητα - θα μπορούσε να ξαναβρεί ένα πολιτικό νόημα σε αντίθεση με αυτήν του έθνους που την καταχράστηκε κατά τρόπο παράνομο.

Αυτός ο χώρος δεν θα συνέπιπτε με καμιά ομοιογενή εθνική επικράτεια ούτε με το τοπογραφικό τους σύνολο, αλλά θα δρούσε πάνω τους διατρυπώντας τους και συνδέοντας τους τοπολογικά όπως εξωτερικό και εσωτερικό γίνονται ακαθόριστα στην μπουκάλα του Leiden ή στη ζώνη του Möbius. Σ'αυτό το νέο χώρο, οι ευρωπαϊκές πόλεις μπαίνοντας σε σχέση αμοιβαίας απο-εδαφικότητας θα ξανάβρισκαν τον αρχαίο τους προορισμό ως πόλεις του κόσμου.

Σε ένα είδος no man's land μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ βρίσκονται σήμερα 425 Παλαιστίνιοι εκτοπισμένοι από το εβραϊκό κράτος. Αυτοί οι ανθρωποι αποτέλουν σίγουρα, σύμφωνα με την υπόδειξη της Hannah Arendt, την "πρωτοπορία του λαού τους". Όχι όμως κι αναγκαστικά, ή όχι μόνο με την έννοια του αρχικού πυρήνα ενός μελλοντικού εθνικού κράτους που θα έλυνε το παλαιστινιακό πιθανόν με τον ίδιο ανεπαρκή τρόπο όπως έλυσε το Ισραήλ το εβραϊκό ζήτημα. Αντίθετα, το no man's land όπου προσέφυγαν επέδρασε μέχρι τώρα πάνω στο έδαφος του κράτους του Ισραήλ "διατρυπώντας" το και μετατρέποντας το με τρόπο τέτοιο που ο χιονισμένος αυτός λόφος έγινε πιο εσωτερική από οποιαδήποτε άλλη περιοχή του Μεγάλου Ισραήλ. Η πολιτική διαβίωση των ανθρώπων δεν μπορεί να συλληφθεί παρά μόνο πάνω σε μια γη όπου οι χώροι θα έχουν γίνει έτσι "διάτρητοι" και τοπολογικά τροποποιημένοι κι όπου οι πολίτες θα έχουν μάθει να αναγνωρίζουν τους πρόσφυγες που αποτελούν οι ίδιοι.

(δεύτερο μέρος της απόπειρας μετάφρασης του ομώνυμου δοκιμίου του G. Agamben που πρωτοδημοσιεύτηκε στην παρισινή Libération της 9 και 10 ιούνη 1993)

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Πέραν των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ι)

1. Στα 1943, η Hannah Arendt δημοσίευε σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό στα αγγλικά, The Menorah Journal, ένα σύντομο αλλά πολύ ουσιαστικό άρθρο, με τίτλο "Εμείς οι πρόσφυγες" ("We refugees"), στο οποίο έκανε με πολεμική διάθεση το προφίλ του κ. Cohn, ενός αφομοιωμένου εβραίου που αφού έγινε γερμανός κατά 150%, βιεννέζος κατά 150%, και γάλλος κατά 150%, καταλάβαινε ότι "on ne parvient pas deux fois". Πάνω απ'όλα, η Arendt αντέστρεφε το νόημα της συνθήκης του πρόσφυγα και του απάτριδος που βίωνε, για να την προτείνει ως παράδειγμα μιας νέας ιστορικής συνείδησης. Ο πρόσφυγας που έχασε όλα του τα δικαιώματα και που παύει να θέλει να αφομοιωθεί με κάθε κόστος σε μια νέα εθνική ταυτότητα, έτσι ώστε να ατενίσει με διαύγεια την κατάστασή του, λαμβάνει ως αντάλλαγμα μιας βέβαιης αντιδημοτικότητας ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα : "Η ιστορία δεν είναι πια γι'αυτόν ένα κλειστό βιβλίο κι η πολιτική παύει να είναι το προνόμιο των Ευγενών. Ξέρει ότι την εξορία του εβραϊκού λαού στην Ευρώπη την ακολούθησε άμεσα η εξορία του μεγαλύτερου μέρους των ευρωπαϊκών λαών. Οι πρόσφυγες που κυνηγήθηκαν από χώρα σε χώρα αντιπροσωπεύουν των πρωτοπορία των λαών τους".

Αξίζει να συλλογιστούμε πάνω στο νόημα αυτής της ανάλυσης που είναι σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, ακόμα επίκαιρη. Δεν είναι μόνο που το πρόβλημα παρουσιάζεται το ίδιο επείγον στην Ευρώπη κι αλλού, αλλά που ο πρόσφυγας, δεδόμενης της αναπόφευκτης παρακμής του Έθνους-κράτους και της αποσύνθεσης των παραδοσιακών νομικο-πολιτικών κατηγοριών, είναι μάλλον η μόνη μορφή λαού που μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, η μόνη κατηγορία στην οποία μας δίνονται ίσα-ίσα να διαβλέψουμε, οι μορφές και τα όρια μιας πολιτικής κοινότητας που έρχεται, τουλάχιστον όσο η διαδικασία της διάλυσης του Έθνους-κράτους και της κυριαρχίας του δεν θα φτάσει στο τέλος της. Πιθανόν, αν θέλαμε να σταθούμε στο ύψος των απολύτως νέων δουλειών που έχουμε να κάνουμε, θα έπρεπε να αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε χωρίς δισταγμούς τις βασικές έννοιες μέσω των οποίων σκεφτήκαμε μέχρι σήμερα τα υποκείμενα της πολιτικής (ο άνθρωπος κι ο πολίτης με τα δικαιώματά τους, αλλά κι ο κυρίαρχος λαός, ο εργάτης, κτλ.), αλλά και να ανακατασκευάσουμε την πολιτική μας φιλοσοφία βάσει αυτής της μοναδικής φιγούρας, του πρόσφυγα.

2. Η πρώτη εμφάνιση προσφύγων ως μαζικού φαινομένου έλαβε χώρα στο τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου όταν η πτώση της ρωσσικής, της αυστρο-ουγγρικής και της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η νέα τάξη που δημιουργήθηκε από τις συνθήκες ειρήνης ανέτρεψαν την δημογραφική και χωρογραφική βάση της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης. Μέσα σε λίγο καιρό, 1.5 εκατομ. λευκοί Ρώσσοι, 700.000 Αρμένιοι, 500.000 Βούλγαροι, 1 εκατομ. Έλληνες, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι μετατοπίστηκαν. Σ'αυτές τις μάζες εν κινήσει, πρέπει να προστεθεί η πραγματικά εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι το 30% περίπου των πληθυσμών που συνδέθηκαν με τους νέους κρατικούς οργανισμούς - που οι συμφωνίες ειρήνης είχαν στήσει πάνω στο μοντέλο του Έθνους-Κράτους (για παράδειγμα στην Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία) - αποτελούσε μειονότητες που έπρεπε να προστατευτούν από μια σειρά διεθνών συνθηκών (οι Minority Treaties) που έμεναν πολύ συχνά γράμμα κενό περιεχομένου. Λίγα χρόνια έπειτα, οι φυλετικοί νόμοι στην Γερμανία κι ο ισπανικός εμφύλιος θα σκορπούσαν σε όλη την Ευρώπη μια νέα και σημαντική μάζα προσφύγων.

Έχουμε συνηθίσει να διακρίνουμε μεταξύ απατρίδων και προσφύγων. Όμως, μια τέτοια διάκριση δεν ήταν, και δεν είναι ακόμα, απλή. Αρχικά, πολλοί πρόσφυγες που δεν ήταν κυριολεκτικά απάτριδες, προτίμησαν να γίνουν παρά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους : είναι η περίπτωση των πολωνών και των ρουμάνων Εβραίων που βρισκόνταν στην Γαλλία ή στην Γερμανία στο τέλος του πολέμου και, σήμερα, των πολιτικών καταζητουμένων κι αυτών για τους οποίους η επιστροφή σημαίνει αδυναμία επιβίωσης. Απ'την άλλη πλευρά, οι ρώσσοι, αρμένιοι και ούγγροι πρόσφυγες στερήθηκαν γρήγορα την εθνικότητά τους από τις νέες κυβερνησεις, την σοβιετική, την τουρκική και τις άλλες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από την αρχή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου ευρωπαϊκά κράτη αρχίζουν να εισάγουν νόμους που επιτρέπουν την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για δικούς τους πολίτες. Η Γαλλία ήταν η πρώτη που το έκανε, το 1915, με πολίτες "εχθρικής" προέλευσης, καταγωγής. Το 1922, το παράδειγμα ακολουθήθηκε από το Βέλγιο που ανακάλεσε την πολιτογράφηση ανθρώπων που είχαν διαπράξει αντεθνικές πράξεις κατά τον πόλεμο. Το 1926, το φασιστικό καθεστώς θα εκδόσει ένα ανάλογο νόμο έναντι των πολιτών που δείχτηκαν ανάξιοι της ιταλικής ιθαγένειας. Το 1933, ήταν η σειρά της Αυστρίας, κι έτσι πήγαινε ως το 1935 όταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης χώρισαν τους Γερμανούς σε πολίτες πλήρους δικαιώματος και σε πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί οι νόμοι - κι η τεράστια μάζα απατρίδων που θα προέκυπτε - συνιστούν μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή του μοντέρνου Έθνους-κράτους που απελευθερώνεται πλέον από τις αφελείς έννοιες του λαού και του πολίτη.

Δεν είναι για να ξαναφτιάξουμε εδώ την ιστορία των διαφόρων διεθνών επιτροπών μέσω των οποίων τα Κράτη, η Κοινωνία των Εθνών, κι αργότερα, τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των προσφύγων, από το Γραφείο Νάνσεν για τους ρώσσους κι αρμένιους πρόσφυγες (1921), την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες της Γερμανίας (1936), την διακυβερνητική Επιτροπή για τους πρόσφυγες (1936), την Διεθνή Οργάνωση Προσφύγων των Η. Ε. (1946), μέχρι την σημερινή Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες (1951) της οποίας η δράση δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα αλλά, καταστατικά, μόνο μια ανθρωπιστική και κοινωνική διάσταση. Η ουσία είναι ότι κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αντιπροσωπεύουν πια ατομικές περιπτώσεις αλλά ένα μαζικό φαινόμενο (στο μεσοπόλεμο και ξανά στις μέρες μας), αυτοί οι οργανισμοί - όπως ακριβώς τα Κράτη - αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανοι να λύσουν το πρόβλημα, δηλ. να το αντιμετωπίσουν κατά ένα τρόπο κατάλληλο, κι αυτό παρά τις επίσημες παραπομπές στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου. Έτσι το όλο ζήτημα μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων.

3. Αυτη η αδυναμία δεν οφείλεται μόνο στον εγωισμό ή στην αδράνεια των γραφειοκρατικών μηχανισμών αλλά στην ίδια την αμφισημία των βασικών εννοιών που ρυθμίζουν την εγγραφή του ιθαγενούς (δηλ. της ζωής) μέσα στην νομική τάξη του Έθνους-κράτους. Η Hannah Arendt έδωσε στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου της πάνω στον Ιμπεριαλισμό, ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα των προσφύγων, για τίτλο  Η παρακμή του Έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρέπει να προσπαθήσουμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την διατύπωση που συνδέει κατά τρόπο αξεδιάλυτο την τύχη των δικαιωμάτων του ανθρώπου με αυτήν του μοντέρνου Έθνους-κράτους, έτσι που από το τέλος του Έθνους-κράτους προκύπτει αναγκαστικά η αχρησία αυτών των δικαιωμάτων. Το παράδοξο είναι που η φιγούρα του πρόσφυγα που θα έπρεπε να είναι η κατ'εξοχήν ενσάρκωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θα σημαδέψει την ριζική κρίση αυτής της έννοιας. "Η σύλληψη των δικαιωμάτων του ανθρώπου", γράφει η Hannah Arendt, "βασισμένη πάνω στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπινου όντος ως τέτοιου θα γρεμιστεί από τη στιγμή που αυτοί που την επαγγέλλονταν θα βρεθούν για πρώτη φορά απέναντι σε ανθρώπους που έχασαν πραγματικά κάθε άλλη ιδιότητα και ιδιαίτερη σχέση - εκτός του απλού γεγόνοτος του να παραμένουν ανθρώπινα όντα". Στο σύστημα του Έθνους-κράτους, τα υποτιθέμενα ιερά κι αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου χάνουν κάθε νοήμα από την στιγμή που είναι πια αδύνατον να τα οριοθετήσουμε ως δικαιώματα πολιτών ενός κράτους. Αυτό είναι έμμεσο, αν το καλοσκεφτούμε, στην αμφισημία του ίδιου του τίτλου της Διακήρυξης του 1789 : Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη όπου δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο αν οι δύο όροι ορίζουν δύο διακριτές πραγματικότητες ή αν αντίθετα αποτελούν ένα σχήμα όπου ο πρώτος όρος εμπεριέχεται ήδη στον δεύτερο.

Το ότι στην πολιτική τάξη του Έθνους-κράτους δεν υπάρχει καθόλου χώρος για τον καθάριο άνθρωπο ως τέτοιον αποδείχτηκε από το γεγονός ότι το στάτους του πρόσφυγα θεωρούταν πάντα, ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων, ως μια προσωρινή κατάσταση που έπρεπε να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο στάτους ανθρώπου είναι ασύλληπτο για το δίκαιο του Έθνους-κράτους.

4. Είναι πια καιρός να σταματήσουμε να διαβάζουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων - από το 1789 ως σήμερα - ως διακηρύξεις αιωνίων μετά-νομικών αξιών, που θα είχαν ως σκοπό να υποχρεώσουν τον νομοθέτη να σεβαστεί αξίες, και να θεωρήσουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων σύμφωνα με τον πραγματικό τους ρόλο στο μοντέρνο κράτος.

(πρώτο μέρος της αποπειρώμενης μετάφρασης του ομώνυμου δοκιμίου του G. Agamben που πρωτοδημοσιεύτηκε στην παρισινή Libération της 9 και 10 ιούνη 1993)

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Σκέψεις πάνω στην κίνηση "Γκετ Γκρις Μπακ"

Πριν λίγες μέρες έμαθα για το απαράμιλλο γεγονός που έρχεται τον σεπτέμβρη. Μια φίλη μου τηλεγράφησε ιντερνετικά ότι μια ομάδα έχει βαλθεί να κινητοποιήσει κόσμο ενάντια του Δ.Ν.Τ. και της ελληνικής κυβέρνησης μέσω μιας γιορτής που θα συγκεντρώσει, αν ευοδώσουν η ιντερνετική κινητοποίηση Get Greece Back και τα ηλεκτρονικά παρακλάδιά της, ανθρώπους χωρίς διάκριση κομματικών, ιδεολογικών και φιλοσοφικών τοποθετήσεων. Όπως θα δούμε, η διάκριση που αποδέχονται έμμεσα, χωρίς δηλαδή να το γνωρίζουν, αυτοί που πήραν την πρωτοβουλία να ζητήσουν την Ελλάδα πίσω (κακώς μεταφράζουν το "Γκετ Γκρις Μπακ" στο site τους με το "Θέλουμε την Ελλάδα μας πίσω" ) δεν είναι μόνο αυτή μεταξύ μνήμης και λήθης. Διαβάζουμε στην προκήρυξή του "Γκετ Γκρις Μπακ":

"Εμείς είμαστε όμως Έλληνες. Το ξεχάσατε αυτό. Δεν είμαστε Αργεντίνοι. Δεν θα κατέβουμε με άδειες κατσαρόλες. Δεν θα φτάσουμε εκεί. Όσοι υποτίμησαν τους Έλληνες το πλήρωσαν ακριβά. Διαβάστε Ελληνική ιστορία. Αρχαία ή νεότερη."

Στην πραγματικότητα, οι συντάκτες αυτού του προσκλητηρίου καλούν τους παραλήπτες του να πάρουν την ιστορία με το μέρος τους, να οικειοποιηθούν δηλαδή την ιστορία που καθιερώθηκε από σχολικά εγχειρίδια και εποποιίες à la Τζέιμς Πάρις, μέσω ενός happening που θα έχει γεμάτες κατσαρόλες και πολλές εκπλήξεις. Διότι προτείνεται ένας μαγικός πόλεμος κατά της πείνας και της εξαθλίωσης - η προκήρυξη καταγγέλει τον ανεπίσημο αριθμό των 2.000.000 ανέργων, χώρια τις αυτοκτονίες, την βία και την εγκληματικότητα - σε ανθρώπους που θα συνωστίζονταν γύρω από τραπέζια στημένα από όσους θα ήθελαν να μοιραστούν φαγητό, πιοτό, μουσική και γιατί όχι χορό...

Δεν μιλάμε λοιπόν απλά για μια διασκεδαστική επιχείρηση, αφού το κύριο μέσο διαμαρτυρίας που αποσκοπείται κατά της στιγμής ή της συγκυρίας - η γιορτή - είναι ένα από τα κύρια εργαλεία της παγκόσμιας διακυβέρνησης - το άλλο είναι το πένθος -, που έχει βέβαια λάβει θεαματικές διαστάσεις: το χταπόδι πρόκρινε την Ισπανία ως κυπελλούχο του Μουντιάλ, η ηφαιστειακή στάχτη έκλεισε τα αεροδρόμια της Ευρώπης κι η Ακρόπολη έκλεισε από συμβασιούχους υπαλλήλους του υπουργείου πολιτισμού. Με άλλα λόγια, εικόνες και λόγια συμφοράς και θριάμβου, ήττας και νίκης, πένθους και γιορτής, συναλλάσσονται χωρίς σταματημό μπροστά στα μάτια μας για τα κεφάλια μας, ζωντανά ή live, με ή χωρίς την μεσολάβηση της κοινής γνώμης που ποτέ δεν ήταν - και δεν είναι - τόσο κοινή, αγοραία και φαντασμαγορική, όσο νομίζουν οι δημιουργοί του spot με τις κολώνες του Σουνίου και τα σπιτάκια της Σαντορίνης. 

Η περίπτωση "Γκετ Γκρις Μπακ" είναι μια απο αυτές που μαρτυρούν την έλλειψη οποιασδήποτε αίσθησης του πολιτικού αφού οι φορείς της απόγνωσης που έχει σλόγκαν "Θέλουμε την Ελλάδας μας πίσω" ταυτίζουν την πολιτική με το κράτος. Για την ακρίβεια, οι εμπνευστές της κινητοποίησης δεν ζητάν πίσω την Ελλάδα αλλά το Κράτος που γεννήθηκε κι ανδρώθηκε με την βούλα τριών δυνάμεων οι οποίες δεν μπόρεσαν να κάνουν διαφορετικά από το να αναγνωρίσουν μια επικράτεια στο τέλος ενός αγώνα μεταξύ πολιτικών υποκειμένων - διανοουμένων, παπάδων, δραγουμάνων, προυχόντων, πασάδων, χωρικών, εμπόρων, κλεφτών και ληστών - που αγνοούσαν την κατάληξη του από τη στιγμή που ενεπλάκησαν για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικά αλλά ανάλογα μέσα. Ας αφήσουμε, έτσι, την εξωραϊστική ιδέα του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας στους αφελείς αφού η Ελλάδα ήταν πάντα τόσο ελεύθερη όσο οι Η.Π.Α. σήμερα από την Κίνα, κι αντίστροφα. Αυτό στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε είναι ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται ασίγαστα εδώ και αιώνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

Σε αυτό τον πόλεμο δεν παλεύουν πλέον σήμερα έθνη κατά του Δ.Ν.Τ. και υπόλογων κυβερνήσεων,  αλλά στρατιές αποκλεισμένων ενάντια στην διανοητική απονεύρωση που επιχειρείται με τα πρότυπα ευτυχίας, ασφάλειας κι ομορφιάς της "καλής κοινωνίας". Αν έχετε όνειρα για μια επιτυχημένη καρριέρα και μια καλή σύνταξη, φιλοδοξίες για σπίτι και διακοπές με τζατζίκι σε λογικές τιμές, τότε οφείλετε να συμμετέχετε στη γιορτή του "Γκετ Γκρις Μπακ" που έχει για σημαία την άρνηση μιας κοινωνίας που εθελοτυφλεί μπροστά στην διάκριση μεταξύ Αργεντινού και Έλληνα, και, κατά συνέπεια, στο διαχωρισμό του ανθρώπου από τον πολίτη.

Με αυτό το φιλοσοφικό ζήτημα που έθεσε ξεκάθαρα η ιδρυτική πράξη της εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, η Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789, θα ασχοληθούμε ώστε να αποσαφηνιστούν τα ζητήματα που σχετίζονται με το κράτος και με τον εθνικισμό αλλά κυρίως το σύνορο μεταξύ ζωής και θανάτου.

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Σκέψεις του P. P. Pasolini πάνω στο Salo ή οι 120 μέρες των Σοδόμων

Πρόκειται για απόσπασμα από συνέντευξη του σκηνοθέτη που γεννήθηκε το 1922 και δολοφονήθηκε το 1975, λίγο καιρό πριν από την προβολή της ταινίας που βασίστηκε στο διήγημα του Marquis de Sade (1740-1814). Η ταινία απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες του κόσμου μέχρι που άρχισε να διατίθεται σε καμιά 30αριά από αυτές, μεταξύ των οποίων βρίσκεται κι η Ελλάδα.




Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Τί είναι ένας λαός;

1. Οποιαδήποτε ερμηνεία της πολιτικής σημασίας της λέξης "λαός" πρέπει να εκκινεί από το μοναδικό γεγονός ότι, στις μοντέρνες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λέξη ορίζει πάντα εξίσου τους φτωχούς, τους απόκληρους, τους αποκλεισμένους. Μία μόνη λέξη καλύπτει τόσο το συντακτικό πολιτικό υποκείμενο όσο και την τάξη που είναι, de facto αν όχι de jure, αποκλεισμένη από την πολιτική.

Το γαλλικό peuple, το ιταλικό popolo, το ισπανικό pueblo (όπως τα επίθετα που αντιστοιχούν popolare, popular και οι όροι των ύστερων λατινικών populus και popularis απ'όπου προέρχονται όλ'αυτά) όριζουν, τόσο στην κοινή γλώσσα όσο και στο πολιτικό λεξιλόγιο, τόσο το σύνολο των πολιτών ως ενωτικό πολιτικό σώμα (όπως στο "ιταλικός λαός" ή στο "λαϊκό δικαστήριο") όσο και τα μέλη των κατώτερων τάξεων (όπως στο "λαϊκός άνθρωπος", στο "λαϊκή γειτονιά", στο "λαϊκό μέτωπο"). Ακόμα και το αγγλικό people που έχει ένα νόημα πολύ πιο αδιάφορο διατηρεί την σημασία του ordinary people έναντι των πλουσίων και της αριστοκρατίας. Στο αμερικανικό σύνταγμα, διαβάζουμε χωρίς διάκριση, "We people of the United States..." αλλά όταν ο Λίνκολν επικαλείται μια "Κυβέρνηση του λαού από τον λαό για τον λαό, η επανάληψη φέρει έμμεσα σε αντιπαράθεση έναν λαό με έναν άλλον. Το ότι αυτή η αμφισημία ήταν τόσο ουσιώδης κατά την Γαλλική Επανάσταση (δηλ. στην στιγμή όπου διεκδικείτο η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας), βεβαιώνεται από τον αποφασιστικό ρόλο που έπαιξε η συμπάθεια για τον λαό ως τάξη αποκλεισμένων. Η Χ. Άρεντ θύμισε ότι "ακόμα κι ο ορισμός του όρου [λαός] γεννήθηκε από την συμπάθεια και η λέξη έγινε συνώνυμη της ατυχίας και της δυστυχίας - ο λαός, οι δυστυχείς με χειροκροτούν, έλεγε από συνήθεια ο Ροβεσπιέρος, ο πάντα ταλαίπωρος λαός, έλεγε ο Sieyès, μια από τις λιγότερο συναισθηματικές και περισσότερο διαυγείς μορφές της Επανάστασης. Αλλά ήδη για τον Bodin, σε μια αντίθετη κατεύθυνση, στο κεφάλαιο της République όπου ορίζεται η Δημοκρατία, ή το Λαϊκό Κράτος, η έννοια είναι διπλή: στον εν σώματι λαό, που έχει τον τίτλο της κυριαρχίας, αντιτίθεται ο μικρός λαός, που η σοφία συμβουλεύει να αποκλείεται από την πολιτική εξουσία.

2. Μία σημαίνουσα αμφισημία τόσο διαδεδομένη και επίμονη δεν πρέπει να είναι τυχαία: πρέπει να αντανακλά μια αμφιβο-λογία εσώτερη στη φύση και στη λειτουργία της έννοιας λαός για την δυτική πολιτική. Τα πάντα συμβαίνουν σαν αυτό που ονομάζουμε λαός να ήταν στην πραγματικότητα όχι ένα ενωτικό υποκείμενο αλλά μια διαλεκτική ταλάντευση ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους: από τη μία, το σύνολο Λαός ως ολικό πολιτικό σώμα, από την άλλη, το υπο-σύνολο λαός ως πολλαπλότητα αποκλειμένων σωμάτων στην ανέχεια. Εκεί ένας εγκλεισμός που διατείνεται ότι είναι χωρίς υπόλοιπα, εδώ ένας αποκλεισμός που γνωρίζει τον εαυτό του δίχως ελπίδα. Στη μια άκρη, η συνολική κατάσταση των ενσωματωμένων και κυριάρχων πολιτών, στην άλλη άκρη, η εφεδρεία - η αυλή των θαυμάτων ή το στρατόπεδο - των αθλίων, των καταπιεσμένων, των ηττημένων. Κατ'αυτή την έννοια δεν υπάρχει πουθενά ένα και μόνο συμπαγές αναφερόμενο στη λέξη "λάος": όπως πολλές βασικές πολιτικές έννοιες, λαός είναι μια πολική έννοια που ορίζει μια διπλή κίνηση και μια σύνθετη σχέση ανάμεσα σε δύο άκρα. Αλλ'αυτό σημαίνει επίσης ότι κι η συγκρότηση του ανθρώπινου είδους σε ένα πολιτικό σώμα περνά από μια βασική τομή κι ότι στην έννοια "λαός" μπορούμε να αναγνωρίσουμε δίχως δυσκολία τα κατηγορικά ζεύγη που ορίζουν την πρωταρχική πολιτική δομή: γυμνή ζωή (λαός) και πολιτική ύπαρξη (Λαός), αποκλεισμός κι εγκλεισμός, ζωή και βίος. Στην πραγματικότητα, ο λαός φέρει πάντα μαζί του την βασική βιοπολιτική τομή. Λαός είναι ό,τι δεν μπορεί να εγκλειστεί στο σύνολο του οποίου αποτελεί μέρος κι ό,τι δεν μπορεί να ανήκει στο σύνολο όπου έχει ανέκαθεν περιληφθεί.

Από εδώ οι αντιφάσεις κι οι απορίες που δημιουργεί κάθε φορά που αναφέρεται και παίζεται επί της πολιτικής σκηνής. Είναι αυτό που υπάρχει ανέκαθεν και που οφείλει, όμως, να πραγματώνεται: είναι η καθαρή πηγή κάθε ταυτότητας και οφείλει παρ'όλ'αυτά να επαναπροσδιορίζεται χωρίς σταματημό και να εξαγνίζεται μέσω του αποκλεισμού, της γλώσσας, του αίματος, της επικράτειας. Ή μάλλον, σε αντίθετη περίπτωση, είναι αυτό που λείπει ουσιαστικά στον εαυτό του και του οποίου η πραγμάτωση συμπίπτει κατα συνέπεια με την αυτο-κατάργησή του. Είναι αυτό που για να είναι οφείλει να αρνηθεί τον εαυτό του και το αντίθετό του (από εδώ πηγάζουν οι ειδικές απορείες του εργατικού κινήματος, στραμένου προς τον λαό, που ζητά εντούτοις την κατάργησή του). Τη μια, αιματωβαμένη σημαία της αντίδρασης, την άλλη, αβέβαιο φλάμπουρο των επαναστάσεων και των λαϊκών μετώπων, ο λαός περιέχει σε κάθε περίπτωση μια τομή πολύ πιο πρωταρχική από αυτήν του φίλου και του εχθρού, έναν ασταμάτητο εμφύλιο πόλεμο που τον διαιρεί πιο ριζικά από κάθε διαμάχη και που ταυτόχρονα διατηρεί την ενότητα και συγκροτεί τον λαό πιο σταθερά από οποιαδήποτε ταυτότητα. Κι έτσι, αν προσέξουμε καλά, αυτό που ο Μαρξ ονομάζει πάλη των τάξεων, και το οποίο, παραμένοντας ουσιαστικά απροσδιόριστο, κατέχει μια θέση τόσο κεντρική στην σκέψη του, δεν είναι κάτι άλλο από αυτόν τον μύχιο πόλεμο που χωρίζει κάθε λαό και δεν θα τελειώσει παρά μόνο όταν, στην αταξική κοινωνία ή στη μεσσιανική βασιλεία, Λαός και λαός συμπέσουν και δεν θα υπάρχει πια συγκεκριμένα κανένας λαός.

3. Αν αληθεύει το ότι ο λαός περιέχει αναγκαστικά μέσα του την βασική πολιτική τομή, θα είναι λοιπόν δυνατόν να διαβάσουμε με ένα νέο τρόπο ορισμένες αποφασιστικές σελίδες της ιστορίας του αιώνα μας. Διότι, αν η μάχη ανάμεσα σε δυο "λαούς" εξελισσόταν σίγουρα ανέκαθεν, στην εποχή μας, η μάχη αυτή υπέστη μια τελική και παροξυστική επιτάχυνση. Στη Ρώμη, η μύχια τομή ήταν νομικά επικυρωμένη από την ξεκάθαρη διαίρεση σε populus και plebs που είχαν καθένα τους δικούς του θεσμούς και τους δικούς του δικαστές, όπως η διάκριση στον Μεσαίωνα μεταξύ popolo minuto και popolo grasso αντιστοιχούσε σε μια ξεκάθαρη σύνδεση διαφόρων τεχνών κι επαγγελμάτων. Αλλά καθώς, από την Γαλική Επανάσταση κι έπειτα, ο λαός γίνεται ο μόνος κάτοχος της κυριαρχίας, ο λαός μετασχηματίζεται σε μια ανησυχητική παρουσία, και η μιζέρια κι ο αποκλεισμός εμφανίζονται για πρώτη φορά σαν ένα απαράδεκτο σκάνδαλο. Στην μοντέρνα εποχή, μιζέρια κι αποκλεισμός δεν είναι μόνο οικονομικές ή κοινωνικές έννοιες, αλλά κατηγορίες κατ'εξοχήν πολιτικές (όλος ο οικονομισμός κι ο "σοσιαλισμός" που μοιάζουν να κυριεύουν την μοντέρνα πολιτική έχουν στην πραγματικότητα ένα πολιτικό νόημα, ή καλύτερα ένα βιοπολιτικό νόημα). Σ'αυτή την προοπτική, η εποχή μας δεν είναι άλλο πράμα από την απόπειρα - άπαιχτη και μεθοδική - να πληρωθεί η τομή που διαιρεί τον λαό, εκμηδενίζοντας ριζικά τον λαό των αποκλεισμένων. Αυτή η απόπειρα φέρνει κοντά, με διαφορετικούς τρόπους και σε διάφορους ορίζοντες, την δεξιά και την αριστερά, τις καπιταλιστικές και τις σοσιαλιστικές χώρες που ενώθηκαν στο σχέδιο - μάταιο σε τελική ανάλυση αλλά μερικώς πραγματοποιημένο στις εκβιομηχανισμένες χώρες - να παραχθεί ένας κι αδιαίρετος λαός. Αν η εμμονή της ανάπτυξης είναι τόσο αποτελεσματική στις μέρες μας, είναι που συμπίπτει με το βιοπολιτικό σχέδιο της παραγωγής ενός λαού δίχως τομή.

Η εξολόθρευση των Ιουδαίων στην ναζιστική Γερμανία αποκτά, κάτω από αυτό το πρίσμα, ένα ριζικά νέο νόημα. Ως λαός που αρνείται την ενσωμάτωση στο εθνικό πολιτικό σώμα (υπότιθεται ότι κάθε ενσωμάτωση του δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια επίφαση), οι Ιουδαίοι είναι οι κατ'εξοχήν εκπρόσωποι και σχεδόν το ζωντανό σύμβολο του λαού, αυτής της γυμνής ζωής που η νεωτερικότητα παράγει μέσα της, αλλά της οποίας η παρουσία είναι απολύτως ανυπόφορη. Και, μες τη διαυγή μανία με την οποία ο γερμανικός Volk, κατ'εξοχήν εκπρόσωπος του λαού ως συνολικό πολιτικό σώμα, αποπειράται να εξολοθρεύσει για πάντα τους Ιουδαίους, οφείλουμε να δούμε την ακραία φάση της μύχιας μάχης που διαιρεί Λαό και λαό. Με την τελική λύση (που συνεπαίρνει, όχι τυχαία, Τσιγγάνους κι άλλους μη-ενσωματώσιμους), ο ναζισμός ψάχνει σκοτεινά κι άχρηστα να απελευθερώσει την πολιτική σκηνή της Δύσης από αυτή την ανυπόφορη σκιά, για να παράξει τελικά τον γερμανικό Volk ως λαό που πλήρωσε το αρχικό βιοπολιτικό χάσμα (για αυτό είναι που οι αρχηγοί των ναζί επαναλαμβάνουν με τέτοια εμμονή ότι εργάζονται επίσης και για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς εξολοθρεύοντας Ιουδαίους και Τσιγγάνους). Παραφράζοντας το φροϋδικό αξίωμα πάνω στην σχέση μεταξύ Αυτού κι Εγώ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μοντέρνα βιοπολιτική διέπεται από την αρχή κατά την οποία "εκεί που υπάρχει ζωή στη γύμνια, θα πρέπει πάντα να υπάρχει ένας Λαός", με τον όρο όμως να προσθέσουμε άμεσα ότι αυτή η αρχή ισχύει και στην αντίστροφη διατύπωσή της που θέλει "εκεί που υπάρχει Λαός, θα υπάρξει γυμνή ζωή". Η ρωγμή που πιστεύαμε ότι γέμισε εξολοθρεύοντας τον λαό (τους Ιουδαίους που είναι το σύμβολό του) αναπαράγεται έτσι εκ νέου, μεταμορφώνοντας όλο τον γερμανικό λαό σε ιερή ζωή προορισμένη για θάνατο, και σε βιολογικό σώμα που πρέπει να εξαγνίζεται συνεχώς (εξολοθρεύοντας διανοητικά ασθενείς και όσους έχουν κληρονομικές ασθένειες). Και σήμερα, κατά διαφορετικό αλλ'ανάλογο τρόπο, το δημοκρατικο-καπιταλιστικό σχέδιο του εκμηδενισμού των φτωχών τάξεων, μέσω της ανάπτυξης, αναπαράγει όχι μόνο τον λαό των αποκλεισμένων αλλά μεταμορφώνει σε μια γυμνή ζωή όλους τους πληθυσμούς του τρίτου κόσμου. Μόνο μια πολιτική που θα έχει μάθει να παίρνει υπόψη την πρωταρχική βιοπολιτική τομή της Δύσης θα μπορέσει να σταματήσει αυτό το πήγαινε-έλα και να βάλει τέλος στον εμφύλιο πόλεμο που διαιρεί τους λαούς και τις πόλεις της γης.

Απόπειρα μετάφρασης απο τα γαλλικά ενός δοκιμίου που δημοσιεύτηκε στο G. Agamben, Moyens sans fins. Notes sur la politique, 1995 και 2002.

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Η κοινότητα που έρχεται

(από τα "αυτιά" του εξωφύλλου του ομώνυμου βιβλίου)

Τί θα'ταν μια κοινότητα χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς όρους του ανήκειν, χωρίς ταυτότητα;
Μπορούμε να φανταστούμε μια κοινότητα καμωμένη από ανθρώπους που δεν διεκδικούν μια ταυτότητα (το να είμαι γάλλος, κόκκινος, μουσουλμάνος); Πώς λοιπόν να σκεφτούμε μια κοινότητα σχηματισμένη από οποιεσδήποτε μοναδικότητες, δηλαδή τέλεια καθορισμένες, αλλά χωρίς μια έννοια ή μια ιδιότητα να μπορεί να εξυπηρετήσει ως ταυτότητα;

Το είναι που έρχεται: ούτε ατομικό ούτε καθολικό, αλλά οποιοδήποτε. Μοναδικό, αλλά χωρίς ταυτότητα. Καθορισμένο, αλλά μόνο στον άδειο χώρο του παραδείγματος. Και, εντούτοις, ούτε γενεσιουργό, ούτε αδιάφορο: αντίθετα, όπως ενδιαφέρει σε κάθε περίπτωση, καθαρό αντικείμενο της αγάπης. Η λογική του: τα παράδοξα της θεωρίας των συνόλων, η ανωνυμία της ιδέας, η ριζική αδυναμία μιας μετα-γλώσσας. Η ηθική του: το να είναι μόνο ο δικός του τρόπος ύπαρξης, το να ασκεί μόνο την δικιά του δυνατότητα ή δύναμη, το να βιώνει την γλώσσα ως τέτοια. Η πολιτική του: το να φτιάχνει κοινότητα χωρίς προϋποθέσεις ούτε όρους του ανήκειν, η αμετάκλητη έξοδος από το κράτος, η κατασκευή ενός κοινοποιήσιμου σώματος.

Απόπειρα μετάφρασης του γαλλικού paperback του G. Agamben, La comunità che viene, 1990

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Τιεν-αν-μεν

του Giorgio Agamben (1942- )

Ποιά μπορεί να είναι η πολιτική της οποιασδήποτε μοναδικότητας, με άλλα λόγια, ενός όντος του οποίου η κοινότητα δεν διαμεσολαβείται ούτε από έναν όρο για να ανήκει (να είναι κόκκινος, ιταλός, κομμουνιστής) ούτε από την απουσία οποιουδήποτε όρου για να ανήκει (μια αρνητική κοινότητα όπως την πρότεινε πρόσφατα ο Blanchot), αλλά από το ίδιο το ανήκειν; Ένα τηλεγράφημα από το Πεκίνο μας δίνει τα στοιχεία μιας απάντησης.

Το πιο εκπληκτικό, πράγματι, στις εκδηλώσεις του κινεζικού μάη, είναι η σχετική απουσία συγκεκριμένων διεκδικήσεων (δημοκρατία και ελευθερία είναι έννοιες πολύ φλου και γενικές για να αποτελέσουν ένα πραγματικό αντικείμενο διαμάχης και η μόνη συγκεκριμένη διεκδίκηση, η αποκατάσταση του Hu Yao-Bang, ικανοποιήθηκε αμέσως). Η βιαιότητα λοιπόν των αντιδράσεων του κράτους φαίνεται ακόμα πιο ανεξήγητη. Πιθανόν, όμως, το δυσανάλογο να είναι μόνο επιφανειακό και οι κινέζοι ιθύνοντες να έδρασαν, από την δική τους σκοπιά, με πιο καθαρό μυαλό από ό,τι οι δυτικοί παρατηρητές που ήταν αποκλειστικά απασχολημένοι με το να παρέχουν επιχειρήματα στην διαμάχη που στέκει όλο και λιγότερο μεταξύ κομμουνισμού και δημοκρατίας.

Καθώς η καινοτομία της πολιτικής που έρχεται, συνίσταται στο ότι δεν θα είναι πια μια μάχη για την κατάκτηση ή για τον έλεγχο του κράτους, αλλά για μια μάχη μεταξύ του Κράτους και του μη-Κράτους (της ανθρωπότητας), ανεπανόρθωτος χωρισμός των οιωνδήποτε μοναδικοτήτων και της κρατικής οργάνωσης.

Αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με την απλή διεκδίκηση του κοινωνικού έναντι του κράτους, που βρήκε πρόσφατα μια έκφραση στα κινήματα αμφισβήτησης. Οι οποιεσδήποτε μοναδικότητες δεν μπορούν να σχηματίσουν κοινωνία επειδή δεν διαθέτουν καμιά ταυτότητα που μπορούν να βάλουν μπροστά, κανένα δεσμό για να ανήκουν που θα μπορούσαν να κάνουν αναγνωρίσιμο. Σε τελική ανάλυση, το κράτος μπορεί να αναγνωρίσει οποιαδήποτε διεκδίκηση για ταυτότητα - ακόμα και την διεκδίκηση κρατικής ταυτότητας στο εσωτερικό του (η ιστορία των σχέσεων μεταξύ τρομοκρατίας και κράτους στην εποχή μας είναι η πιο ομιλητική επιβεβαίωση). Αλλά το ότι μοναδικότητες συγκροτούν κοινότητα χωρίς να διεκδικούν ταυτότητα, το ότι άνθρωποι συνανήκουν χωρίς να μπορεί να αναπαρασταθεί ένας όρος για το ανήκειν (ακόμα και με τη μόρφην μιας απλής προϋπόθεσης) συνιστά αυτό που το κράτος δεν μπορεί σε καμια περίπτωση να ανεχτεί. Διότι το Κράτος, όπως έδειξε ο Badiou, δεν ιδρύεται πάνω σε ένα κοινωνικό δεσμό του οποίου θα ήταν η έκφραση, αλλά πάνω στην από-λυσή του που την αναστέλλει. Για το κράτος, αυτό που μετρά δεν είναι ποτέ η μοναδικότητα ως τέτοια, αλλά μονάχα η περίληψή της σε μια οποιαδήποτε ταυτότητα (αλλά το ότι το Οποιοδήποτε μπορεί να αναληφθεί χωρίς ταυτότητα, αυτό αποτελεί μια απειλή με την οποία το κράτος δεν διατίθεται καθόλου να συνδιαλλαγεί).

Ένα ον ριζικά απαλλαγμένο από κάθε αναπαραστήσιμη ταυτότητα θα ήταν για το κράτος απολύτως ασήμαντο. Αυτό είναι που έχουν για δουλειά, μες στην κουλτούρα μας, να αποκρύψουν το υποκριτικό δόγμα του ιερού χαρακτήρα της ζωής και οι κενές διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ιερότητα δεν έχει κανένα άλλο νόημα από αυτό που της δίνει το ρωμαϊκό δίκαιο: ιερός είναι όποιος έχει αποκλεισθεί από τον κόσμο των ανθρώπων και που επιτρέπεται να θανατωθεί, αν και η θυσία απαγορεύεται, χωρίς να διαπραχθεί ανθρωποκτονία (neque fas est eum immolari, sed qui occidit parricidio non damnatur). (Σ'αυτή την προοπτική, σημαίνει πολλά που η εξολόθρευση των Ιουδαίων δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ ως ανθρωποκτονία, ούτε από τους δήμιους τους, ούτε από τους δικαστές τους, αλλά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από τους δικαστές, και που οι νικήτριες δυνάμεις θέλησαν να εξαγοράσουν αυτή την έλλειψη ταυτότητας παραχωρόντας μια κρατική ταυτότητα, πηγή με τη σειρά της νέων σφαγών).

Η οποιαδήποτε μοναδικότητα που θέλει να ιδιοποιηθεί το ίδιο της το ανήκειν, το ίδιο της το είναι-μέσα-στη-γλώσσα και που απορρίπτει, στο εξής, κάθε ταυτότητα και κάθε όρο για να ανήκει, είναι ο κύριος εχθρός του κράτους. Οπουδήποτε διαδηλώσουν αυτές οι μοναδικότητες ειρηνικά το κοινό τους είναι, θα υπάρχει μια πλατεία Τιεν-αν-μεν κι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστούν τα άρματα.

Απόπειρα μετάφρασης από την γαλλική έκδοση του δοκιμίου "Tienanmen" που πρωτοδημοσιεύτηκε στο La comunita che viene, 1990. Κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Η κοινότητα που έρχεται.