Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Μέσα στην εξορία

Ιταλικό ημερολόγιο 1992-1994

Λεν ότι οι επιζώντες που γυρνούσαν - και γυρνούν - από στρατόπεδα δεν είχαν τίποτα να αφηγηθούν, ότι όσο η μαρτυρία τους ήταν αυθεντική τόσο λιγότερο προσπαθούσαν να μεταδώσουν αυτό που είχαν ζήσει. Σαν να ήταν οι πρώτοι που είχαν καταληφθεί από μια αμφιβολία για την πραγματικότητα αυτού που τους συνέβη: να μην είχαν άραγε, κατα σύμπτωση, έναν εφιάλτη του πραγματικού γεγονότος; Ήξεραν - και ξέρουν - ότι στο Άουσβιτς ή στην Ομάρσκα δεν είχαν γίνει "πιο σοφοί, ή πιο βαθείς, ούτε καλύτεροι, ούτε πιο ανθρώπινοι ή συμπονετικοί για τον άνθρωπο". Αντίθετα, βγήκαν απογυμνωμένοι, αδειασμένοι, αποπροσανατολισμένοι. Και δεν ήθελαν καθόλου να μιλήσουν για αυτό. Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή η αίσθηση αμφιβολίας για την προσωπική μαρτυρία ισχύει, κατά κάποιο τρόπο, και για μας. Φαίνεται ότι τίποτα, μέσα σε αυτό που ζήσαμε αυτά τα τελευταία χρόνια, δεν μας εξουσιοδοτεί να μιλάμε.

Η αμφιβολία για τις κουβέντες μας παράγεται κάθε φορά που η διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό χάνει κάτι από το νόημά της. Τι έζησαν, στην πραγματικότητα, οι κάτοικοι του στρατοπέδου; Ένα ιστορικο-πολιτικό γεγονός (όπως, π.χ., ένας στρατιώτης που συμμετείχε στη μάχη του Βατερλό) ή μια εμπειρία στενά ιδιωτική; Ούτε το ένα, ούτε τ'άλλο. Αυτός που ήταν εβραίος στο Άουσβιτς ή βόσνια στην Ομάρσκα μπήκε στο στρατοπέδο όχι εξαιτίας μιας πολιτικής επιλογής, αλλά για ό,τι πιο ιδιωτικό και ανεπικοινώνητο είχε : το αίμα του, το βιολογικό του σώμα. Αλλά αυτά αποτελούν πλέον αποφασιστικά κριτήρια πολιτικής. Το στρατόπεδο, κατ'αυτή την έννοια, είναι πρακτικά ο τόπος όπου εγκαινιάζονται οι μοντέρνοι καιροί: ο πρώτος χώρος όπου δημόσια και ιδιωτικά γεγονότα, πολιτική ζωή και βιολογική ζωή γίνονται αυστηρά αδιάκριτα. Κομμένος από την πολιτική κοινότητα και μειωμένος σε γυμνή ζωή (κι επιπλεόν σε μια ζωή "που δεν αξίζει να βιωθεί"), ο κάτοικος του στρατοπέδου είναι στην πραγματικότητα ένα πρόσωπο απολύτως ιδιωτικό. Κι όμως,  δεν μπορεί να βρει ούτε μια στιγμή καταφύγιο σε χώρο ιδιωτικό, κι αυτή ακριβώς η δυσδιάκριτη πτυχή είναι  που δημιουργεί την ιδιαίτερη αγωνία στο στρατόπεδο.

Ο Κάφκα ήταν ο πρώτος που περίγραψε με ακρίβεια αυτό το ιδιαίτερο είδος τόπων, που μας είναι εντελώς οικείοαπό τότε. Αυτό που κάνει τόση ανησυχητική, και ταυτόχρονα κωμική την ιστορία του Joseph K., είναι ότι ένα κατ'εξοχήν δημόσιο γεγονός - μια δίκη - παρουσιάζεται αντίθετα σαν ένα γεγονός απόλυτα ιδιωτικό, όπου η αίθουσα του δικαστηρίου γειτονεύει με το υπνοδωμάτιο. Αυτό ακριβώς είναι που κάνει τη Δίκη ένα βιβλίο προφητικό. Κι όχι τόσο - ή όχι μόνο - για τα στρατόπεδα. Τί ζήσαμε στην Ιταλία στην δεκαετία του '80; Μια ιδιωτική ιστορία παραληρηματική, μοναχική ή μια αποφασιστική στιγμή στην ιταλική και παγκόσμια ιστορία, γεμάτη από γεγονότα, σε βαθμό να εκραγεί; Είναι σαν όλα όσα βιώσαμε εκείνα τα χρόνια να 'πεσαν σε μια κλειστή ζώνη αδιαφορίας όπου τα πάντα συγχέονται και γίνονται ακατανόητα. Τα φαινόμενα διαφθοράς, π.χ., είναι δημόσια ή ιδιωτικά γεγονότα; Ομολογώ ότι δεν το γνωρίζω. Κι αν η τρομοκρατία ήταν πραγματικά μια σημαντική στιγμή της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας μας, πως μπορεί να μην ανθίσει στην συνείδησή μας παρά μόνο μέσω της εσώτερης ιστορίας κάποιων ατόμων σαν μετάνοια, αίσθημα ενοχής, αλλαξοπιστίας; Σ'αυτό το γλίστρημα του δημόσιου στο ιδιωτικό αντιστοιχεί η φαντασμαγορική δημοσιότητα του ιδιωτικού: ο καρκίνος του στήθους της τάδε βεντέτας ή ο θάνατος του Σένα είναι δημόσιες ή ιδιωτικές ιστορίες; Και πως να αγγίξουμε το σώμα της σταρ του πορνό, όπου δεν υπάρχει ούτ'ένα εκατοστό που να μην είναι δημόσιο; Αλλ'απ'αυτήν την ζώνη αδιαφορίας όπου οι ενέργειες της ανθρώπινης εμπειρίας παζαρεύονται πρέπει να φύγουμε σήμερα. Κι αν αποκαλέσουμε στρατόπεδο αυτήν την κλειστή ζώνη του αδιακρίτου, είναι πάντα από το στρατόπεδο που οφείλουμε να φύγουμε.

Ακούμε τους πάντες να επαναλαμβάνουν συνεχώς ότι η κατάσταση έφτασε σε οριακό σημείο, ότι τα πράγματα έγιναν πλέον ανυπόφορα κι ότι μια αλλαγή είναι αναγκαία. Αλλά είναι κυρίως οι πολιτικοί κι οι εφημερίδες που θα'θελαν να πραγματοποιήσουν την αλλαγή έτσι ώστε οριστικά να μην αλλάξει τίποτα. Όσο για την πλειοψηφία των Ιταλών, θα λέγαμε ότι κοιτάζουν το ανυπόφορο σιωπηρά, σαν να το πρόσεχαν, ακίνητοι, μπροστά σε μια μεγάλη οθόνη τηλεόρασης. Αλλά τί είναι πραγματικά ανυπόφορο σήμερα στην Ιταλία; Σίγουρα και πάνω απ'όλα αυτή η σιωπή, ότι ένας ολόκληρος λαός ξαναβρίσκεται χωρίς φωνή μπροστά στο πεπρωμένο του. Θυμήσου ότι τη στιγμή που θα προσπαθήσεις να μιλήσεις, δεν θα μπορείς να αναφερθείς σε καμιά παράδοση, δεν θα μπορείς να χρησιμοποιήσεις καμιά από τις λέξεις που ηχούν καλά, ελευθερία, πρόοδος, κράτος δικαίου, δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα. Κι ακόμα λιγότερο θα μπορείς να δώσεις διαπιστευτήρια εκπροσώπου της ιταλικής κουλτούρας ή του ευρωπαϊκού πνεύματος. Θα πρέπει να προσπαθήσεις να περιγράψεις το ανυπόφορο χωρίς να έχεις τίποτα που να σε βγάλει απ'την τρύπα. Να μείνεις πιστός σ'αυτή την ανεξήγητη σιωπή. Δεν θα μπορείς να απαντήσεις για τον ανυπόφορο χαρακτήρα της παρά μόνο με τα μέσα που υπάρχουν μέσα της.

Πότε μια εποχή δεν ήταν πιο διαθέσιμη να υπομείνει τα πάντα και, την ίδια στιγμή, να τα βρίσκει όλα ανυπόφορα. Άνθρωποι που καταπίνουν καθημερινά το αδύνατον να κατεβεί έχουν αυτή την λέξη έτοιμη στα χείλη τους κάθε φορά που πρέπει να εκφράσουν την γνώμη τους πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα. Αλλά με το που δοκιμάζουν να του δώσουν έναν ορισμό, καταλαβαίνουμε ότι το ανυπόφορο περιορίζεται "στον βασανισμό και στον κομματιασμό ανθρωπίνων σωμάτων" - έτσι, κατά τα άλλα, τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα είναι υποφερτά.

Ένας από τους λόγους της σιωπής των Ιταλών είναι σίγουρα ο θόρυβος των μίντια. Από τότε που άρχισαν όλα, εφημερίδες και τηλεόραση - μέχρι σήμερα οι κύριοι διοργανωτές της υποστήριξης στο καθεστώς - ξεσηκώθηκαν ομόφωνα εναντίον του. Έτσι κατακρεούργησαν κυριολεκτικά τους ανθρώπους, και οι λέξεις, που ξαναβρίσκουμε αργά και κοπιαστικά, δεν μπόρεσαν να συνοδευτούν από κάποιο αποτέλεσμα.

Ένας από τους νόμους - όχι τόσο κρυφός όσο νομίζουμε - της θεαματικο-δημοκρατικής κοινωνίας στην οποία ζούμε θέλει, στις στιγμές σοβαρής κρίσης του καθεστώτος, η μιντιοκρατία να αποσπάται φαινομενικά από το καθεστώς του οποίου αποτελεί τέλειο τμήμα, για να ελέγξει την διαμαρτυρία ώστε να μην γίνει επανάσταση. Δεν είναι πάντα αναγκαίο, όπως στην Τιμισοάρα, να κάνουν ότι πρόκειται για ένα γεγονός. Αρκεί να προτρέχουν όχι μόνο των γεγονότων (δηλώνοντας, π.χ., όπως το κάνουν πολλές εφημερίδες εδώ και μήνες, ότι η επάνασταση έγινε ήδη) αλλά και των αισθημάτων των πολιτών, να τα εκφράζουν σε πρωτοσέλιδο πριν κυκλοφορήσουν κερδίζοντας σε φωνή και χειρονομία στις συζητήσεις και στις ανταλλαγές απόψεων. Θυμάμαι ακόμα, την επαύριο της χαμένης εξουσιόδοτησης για την παραπομπή Κράξι, την εντύπωση παράλυσης που μου κανε η λέξη ΝΤΡΟΠΗ με μεγάλα γράμματα στο πρωτοσέλιδο μιας από της ημερήσιες του καθεστώτος. Το να βρεις πρωί πρωί, έτοιμη στην πρώτη σελίδα, την λέξη να πεις, δημιουργεί ένα αποτέλεσμα μοναδικό, καθησυχαστικό και στερητικό ταυτόχρονα. Και μια καθησυχαστική στέρηση (δηλ. το αίσθημα που δοκιμάζει αυτός που απαλλοτροιώθηκε της ικανότητάς του να εκφραστεί) είναι το κυρίαρχο πάθος σήμερα στην Ιταλία.

Ζούμε σήμερα στην Ιταλία σε μια κατάσταση απόλυτης απουσίας νομιμότητας. Βέβαια, εδώ και καιρό, η νομιμοποίηση του Έθνους-κράτους περνούσε παντού μια κρίση της οποίας το πιο πρόδηλο σύμπτωμα ήταν ακριβώς η μανιώδης προσπάθεια να κερδιθεί σε νόμο, μέσω ενός πολλαπλασιασμού ρυθμίσεων δίχως προηγούμενο, ό,τι χανόταν σε νομιμότητα. Αλλά πουθενά η παρακμή δεν έπιασε τον ακραίο όριο μέσα στο οποίο συνηθίζουμε να ζούμε. Δεν υπάρχει αρχή ούτε δημόσια εξουσία που να μην εκθέτει τώρα στην γύμνια το κενό της και την ίδια της την απόρριψη. Η δικαιοσύνη σώθηκε από αυτή την παρακμή για το μόνο λόγο ότι δρα, σαν μια απ'τις Ερινύες της ελληνικής τραγωδίας που έπεσε κατα λάθος σε κωμωδία, μόνο σαν αρχή τιμωρίας και εκδίκησης.

Αυτό σημαίνει όμως ότι η Ιταλία γίνεται πάλι το προνομιακό πολιτικό εργαστήρι που ήταν στην δεκαετία του '70. Τότε, οι κυβερνήσεις κι οι υπηρεσίες όλου του κόσμου είχαν παρατηρήσει με μια προσεκτική συμμετοχή (αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε  δεδομένου ότι είχαν συμμετάσχει ενεργά στην εμπειρία) του πως μια τρομοκρατία καλά προσανατολισμένη μπορούσε να λειτουργεί ως μηχανισμός ανα-νομιμοποίησης ενός απαξιωμένου συστήματος. Τώρα, τα ίδια μάτια παρατηρούν με περιέργεια πως μια συνταγματική εξουσία μπορεί να οδηγήσει την αλλαγή προς ένα νέο σύνταγμα χωρίς να περάσει από μια συντακτική εξουσία. Πρόκειται φυσικά για μια λεπτεπίλεπτη εμπειρία κατα την διάρκεια της οποίας είναι πίθανον (κι αυτό δεν θα ήταν αναγκαστικά η χειρότερη λύση) ο ασθενής να αποβιώσει.

Ακούμε συχνά σήμερα πολιτικούς (ιδίως των πρόεδρο της δημοκρατίας) και δημοσιογράφους να επιστούν την προσοχή των πολιτών πάνω στην υποτιθέμενη κρίση της "έννοιας του Κράτους". Άλλοτε, μιλούσαμε μάλλον για τον "λόγο του Κράτους" (στα γαλλικά, raison d'Etat) που όριζε ο Botero χωρίς να κρύψει ως "έννοια των μέσων για την εγκαθίδρυση, την διατήρηση και την ανάπτυξη της κυριαρχίας επί των λαών". Τι κύβεται πίσω από αυτό το γλίστρημα από τον λόγο προς την έννοια, από το λογικό προς το άλογο; Αφού το να μιλάμε σήμερα για "λόγο του Κράτους" θα ήταν ανάρμοστο, η εξουσία ψάχνει μια ύστατη δυνατότητα σωτηρίας σε μια "έννοια" που δεν ξέρουμε να την τοποθετήσουμε καλά και που θυμίζει την έννοια της τιμής της μοναρχίας. Άλλα ένα Κράτος που έχασε τον λόγο του, έχασε και τις αισθήσεις του. Τυφλό και κωφό, πάει μπουσουλώντας να βρει το τέλος του, αμέριμνο για την καταστροφή όπου σέρνει τον εαυτό του και τους υπηκόους του.

Για τι πράγμα έχουν να μετανοιώσουν οι Ιταλοί; Μέλη των Ε. Ταξιαρχιών και της Μαφίας ήταν οι πρώτοι, κι από τότε, παρακολουθήσαμε μια ατέλειωτη παρέλαση προσώπων τρομερών στην πεποίθησή τους, αποφασισμένων στην ταλάντευσή τους. Πότε-πότε, στην περίπτωση των μαφιόζων, το πρόσωπο εμφανιζόταν στη σκιά για να αποφύγει την αναγνώριση κι ακούγαμε "μόνο μια φωνή". Απ'αυτή την υπόκωφη φωνή που βγήκε από τη σκιά είναι που η συνείδηση κάνει σήμερα την έκκλησή της σαν η εποχή μας να μην γνώριζε άλλη ηθική εμπειρία από την μετάνοια. Εδώ είναι όμως που προδίδεται η μη-συνοχή αυτής της εποχής. Γιατί η μετάνοια είναι η πιο ύποπτη των κατηγοριών της ηθικής κι, επιπλέον, είναι αβέβαιο για το αν ανήκει στην τάξη των καθαρά ηθικών εννοιών. Γνωρίζουμε την αποφασιστική κίνηση μέσω της οποίας ο Σπινόζα αρνείται κάθε λόγο ύπαρξης της μετάνοιας στην Ηθική του: αυτός που μετανοιώνει, λέει, είναι δυό φορές ανάξιος, μια φορά που έκανε μια πράξη για την οποία όφειλε να μετανοιώσει, και μια δεύτερη που μετάνοιωσε. Αλλά ήδη όταν τον 12ο αιώνα η μετάνοια διαπερνά με δύναμη την ηθική και το καθολικό δόγμα, εμφανίζεται ταυτόχρονα ως πρόβλημα. Πως να αποδειχτεί η αυθεντικότητα της μετάνοιας; Εδώ, το στρατόπεδο θα διαιρεθεί γρήγορα μεταξύ εκείνων όπως ο Abélard που απαιτούσαν μόνο το σφίξιμο της καρδιάς και των "σωφρονιστών" για τους οποίους αντίθετα δεν μετρούσε τόσο η απροσδιόριστη εσωτερική διάθεση της μετάνοιας όσο η εκπλήρωση εξωτερικών πράξεων δίχως αμφισημίες. Το όλο ζήτημα κλείστηκε σε ένα φαύλο κύκλο: οι εξωτερικές πράξεις έπρεπε να βεβαιώνουν την ειλικρίνεια της μετάνοιας και το εσωτερικό σφίξιμο να εγγυάται την αυθεντικότητα των έργων με την λογική που κάνει σήμερα στα δικαστήρια την καταγγελλία των συντρόφων εγγύηση της αληθινής μετάνοιας και την εσωτερική μετάνοια να εγγυάται την αυθεντικότητα της καταγγελλίας.

Το ότι η μετάνοια κατέληξε στις αίθουσες των δικαστηρίων δεν είναι κατα τα άλλα τυχαίο. Η αλήθεια είναι ότι παρουσιάζεται από την αρχή ως ένας αμφίβολος συμβιβασμός μεταξύ ηθικής και δικαίου. Μέσω της μετάνοιας, μια θρησκεία που πέρασε σε επαφή με αμφιλεγόμενο τρόπο με την κοσμική εξουσία προσπαθεί χωρίς να το καταφέρνει να δικαιολογήσει τον συμβιβασμό της εγκαθιδρύοντας μια αναλογία μεταξύ μετάνοιας και τιμωρίας και μεταξύ εγκλήματος και αμαρτίας. Αλλά δεν υπάρχει πιο εύγλωττο σήμα της αναπόφευκτης ερήμωσης κάθε ηθικής εμπειρίας από τη σύγχυση μεταξύ ηθικό-θρησκευτικών κατηγοριών και νομικών εννοιών που έφτασε στις μέρες στον παροξυσμό της. Εκεί που μιλάμε για ηθική, σήμερα, οι άνθρωποι έχουν στα χείλη μόνο κατηγορίες δικαίου, κι εκεί που κάνουμε νόμους και δίκες, είναι αντίθετα ηθικές κατηγορίες που μεταχειριζόμαστε σαν πέλεκεις ραβδούχων.

Η σοβαρότητα με την οποία οι λαϊκοί βιάστηκαν να χαιρετήσουν την άφιξη της μεταμέλειας - ως πράξης συνείδησης που κανείς δεν μπορεί να της επιτεθεί - στους κώδικες και στους νόμους είναι άλλο τόσο ανεύθυνη. Διότι αν αυτός που είναι υποχρεωμένος μέσω μιας κίβδηλης καταδίκης να παίξει όλη του την εσωτερική εμπειρία πάνω σε μια ψεύτικη έννοια είναι πραγματικά δυστυχής, γι'αυτόν ίσως υπάρχει ακόμα μια ελπίδα. Αλλά για τους μιντιο-κράτορες με την ιδιότητα που ηθικολόγου και για τους διδασκάλους της τηλεόρασης που έχτισαν τις σπουδαίες νίκες τους πάνω στην δυστυχία του, όχι, γι'αυτούς εδώ δεν υπάρχει πραγματικά καμμιά ελπίδα.

Οι "ψυχές του καθαρτηρίου" στους δρόμους της Νάπολης. Πρόκειται για αγαλματάκια από πηλό που αναπαριστούν σε μικρές βιτρίνες τις ψυχές του καθαρτηρίου τυλιγμένες στις φλόγες και που αποτελούν ακόμα αντικείμενα λατρείας. Χτες, είδα μια μεγάλη βιτρίνα, κόντα στην οδό Δικαστηρίων, που όλα της τα αγαλματάκια είχαν σπασμένα χέρια. Ήταν ριγμένα κάτω, δεν είχαν πλεόν την στάση της επίκλησης, άχρηστα εμβλήματα ενός βασανισμού χειρότερου κι απ'τις φλόγες.

Για τι ντρέπονται οι Ιταλοί ; Στις δημόσιες συζητήσεις όπως και στις κουβέντες του δρόμου και του καφενείου, μένουμε έκλπηκτοι από την συχνότητα με την οποία η έκφραση "δεν ντρέπεστε!" πέφτει, όταν ανεβαίνουν οι τόνοι, στο παραπάνω σημείο σαν να περιείχε κάθε φορά το αποφασιστικό επιχείρημα. Βέβαια, η ντροπή είναι ο πρόλογος της μετανοίας και η μετάνοια είναι σήμερα στην Ιταλία το βασικό χαρτί. Αλλά κανείς απ'αυτούς που το ρίχνει στη μούρη του άλλου δεν περιμένει πραγματικά να κοκκινήσει ξαφνικά και να δηλώσει μετανοιωμένος. Μπορούμε να στοιχηματίσουμε κιόλας ότι δεν θα το κάνει. Αλλά στο παράξενο παιχνίδι που παίζουν όλοι εκεί πέρα, φαίνεται ότι ο πρώτος που θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει την έκφραση να παίρνει την αλήθεια με το μέρος του. Αν η μετάνοια σημαδεύει την σχέση των Ιταλών με το καλό, η ντροπή διέπει την σχέση τους με την αλήθεια. Κι όπως η μετάνοια είναι η μόνη τους ηθική εμπειρία, δεν έχουν άλλη σχέση με την αλήθεια παρά την ντροπή. Αλλά πρόκειται για μια ντροπή που επέζησε σε σχέση με αυτούς που θα έπρεπε να την δοκιμάσουν κι έγινε αντικειμενική κι απρόσωπη όπως μια αλήθεια δικαίου. Σε μια δίκη όπυ το σημαντικό μερίδιο έρχεται στη μετάνοια, η ντροπή είναι η μόνη αλήθεια που μπορεί να αντιπαρέλθει του πράγματος που κρίνεται.

Ο Μαρξ είχε ακόμα μια εμπιστοσύνη στην ντροπή. Απαντά στο Rouge που του έλεγε ότι δεν κάνουμε επαναστάσεις με ντροπή, ότι η ντροπή είναι ήδη επανάσταση και την ορίζει ως "ένα είδος οργής στραμμένης προς τον εαυτό". Αλλά αυτό για το οποίο μιλούσε ήταν η "εθνική ντροπή" που αφορά όλους τους λαούς στις σχέσεις με τους άλλους, και των Γερμανών έναντι των Γάλλων. Ο Primo Levi μας έδειξε αντίθετα ότι υπάρχει σήμερα μια "ντροπή του να είσαι άνθρωπος", μια ντροπή με την οποία κάθε άνθρωπος κατά κάποιο τρόπο λεκιάστηκε. Ήταν - κι είναι ακόμα - η ντροπή των στρατοπέδων, το ότι συνέβη αυτό που δεν έπρεπε να συμβεί. Κι είναι μια ντροπή αυτού του είδους, λέμε δίκαι, που δοκιμάζουμε σήμερα έναντι της πολλής χυδαιότητας της σκέψης, με κάτι τηλεοπτικές εκπομπές, με τα πρόσωπα των παρουσιαστών και το σίγουρο χαμόγελο των "ειδικών" που δίνουν χαρούμενα την βοήθεια τους στο πολιτικό παιχνίδι των μίντια. Όποιος δοκίμασε αυτή την σιωπηρή ντροπή  του να είναι άνθρωπος έκοψε μέσα του κάθε δεσμό με την πολιτική εξουσία μέσα στην οπία ζει. Τρέφει την σκέψη του κι εγκαινιάζει μια επανάσταση και μια έξοδο της οποίας μόλις καταφέρνει να δει το τέλος.

(Ο Joseph K., την στιγμή που τα μαχαίρια των δήμιων θα διασχίουν την σάρκα του, καταφέρνει σε μια τελευταία αστραπή να κρεμαστεί από την ντροπή που θα επιβιώσει)

Τίποτα δεν είναι πιο αηδιαστικό από την αδιαντροπιά όσων έκαναν το χρήμα το μοναδικό λόγο της ζωής τους και που κουνούν κανονικά, τακτικά το φάντασμα της οικονομικής κρίσης, και των πλουσίων που κηρύσσουν σήμερα την λιτότητα για να προειδοποίησουν ότι οι θυσίες θα είναι αναγκαίες για όλους. Η υπακοή όσων έγιναν ανόητα συνένοχοι της κατάρρεσης του δημόσιου χρέους δίνοντας στο κράτος τις οικονμίες τους με αντάλλαγμα κρατικά ομόλογα είνα εξίσου εκλπηκτική. Αποταμιεύουν χωρίς να κατάλαβαν το μάθημα κι ετοιμάζονται να σφίξουν την ζώνη. Όσοι όμως διατήρησαν κάποια διαύγεια ξέρουν ότι η κρίση είναι πάντα εδώ, ότι είναι ο εσωτερικός κινητήρας του καπιταλισμού στη παρούσα φάση του, όπως το κράτος εκτάκτου ανάγκης είναι η κανονική δομή της πολιτικής εξουσίας. Κι όπως το κράτος εκτάκτου ανάγκης ζητά να υπάρχουν μερίδες ολοένα πιο πολυάριθμες κατοίκων χωρίς πολιτικά δικαιώματα κι ακόμα όλοι οι πολίτες να μειωθούν οριακά σε γυμνή ζωή, έτσι η κρίση που έγινε μόνιμη απαιτεί όχι μόνο οι λαοί του τρίτου κόσμου να είναι ολοένα πιο φτωχοί αλλά ένα αυξανόμενο ποσοστό πολιτών της βιομηχανικής κοινωνίας να αποκλειστεί και να είναι χωρίς εργασία. Και δεν υπάρχει κράτος υποτιθέμενα δημοκρατικό που να μην είναι συμβιβασμένο μέχρι το λαιμό μ'αυτή την μαζικής παραγωγή ανθρώπινης μιζέριας.

Η τιμωρία όσων βγαίνουν από τη σφαίρα της αγάπης είναι να ανατίθενται στην εξουσία της Κρίσης: θα πρέπει να κρίνουν οι μεν τους άλλους.
Αυτό είναι το νόημα της πρωταρχικότητας του δικαίου στην εποχή μας: όλες οι άλλες θρησκευτικές κι ηθικες δυνάμεις έχασαν την ισχύ τους και δεν επιβιώνουν παρά μόνο ως αναστολή της ποινής, σε καμιά περίπτωση ως άρνηση της κρίσης. Έτσι, τίποτα δεν είναι πιο σκοτεινό απ'αυτή την ασυνθηκολόγητη δύναμη των νομικών κατηγοριοποιήσεων σ'ένα κόσμο όπου δεν αντικατοπτρίχουν πια κανένα κατανοητό ηθικό περιεχόμενο: η ισχύς τους είναι πραγματικά χωρίς σημασία όπως η στάση του φύλακα του νόμου στην παραβολή του Κάφκα είναι άπιαστη. Αυτή η απώλεια νοήματος, που μετατρέπει την πιο σίγουρη κατηγορία σε νόμο μη εκτελεστό λάμπει ξεκάθαρα στις ομολογίες Κράξι και των ισχυρών που μας κυβερνούσαν μέχρι χτες, την στιγμή που πρέπει να παραδώσουν την εξουσία σε άλλους, μάλλον όχι καλύτερους από τους ίδιους. Διότι εδώ η αναγνώριση της ενοχής είναι άμεσα καθολική έκκληση στην συνενοχή του καθενός έναντι όλων κι εκεί που όλος ο κόσμος είναι ένοχος, η κρίση είναι τεχνικά αδύνατη. (Ακόμα κι ο κύριος της ημέρας της Κρίσης θα απείχε απ'το να εκδόσει κατηγορητήριο αν έπρεπε να μείνουν μόνο κολασμένοι). Εκεί το δίκαιο βυθίζεται στην πρωταρχική εντολή που εκφράζει - με τα λόγια του αποστόλου Παύλου - την ενδόμυχη αντίφαση : να είσαι ένοχος !

Η κυριαρχία υτή του δικαίου δείχνει τέλεια την οριστική παρακμή της χριστιανικής ηθικής της αγάπης ως δύναμης που ενώνει τους ανθρώπους. Αλλά έτσι αποκαλύπτεται εξίσου κι η ασυνθηκολόγητη εγκατάλειψη κάθε μεσσιανικής πρόθεσης εκ μέρους της Εκκλησίας του Χριστού. Καθώς ο Μεσσίας είναι η μορφή μες την οποία η θρησκεία συγκρούεται με το πρόβλημα του νόμου, έπεται ένα οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον νόμο. Τόσο στον ιουδαϊσμό όσο και στον χριστιανισμό και στον σιιτισμό, το μεσσιανικό γεγονός σημαδεύει πράγματι πρώτα απ'όλα μια κρίση και μια ριζική μεταμόρφωση της καθαρά νομικής τάξης της θρησκευτικής παράδοσης. Ο παλαιός νόμος (η Τοράχ της δημιουργίας) που μετρούσε ως τότε χάνει την πρωτοκαθεδρία της. Αλλά είναι προφανές ότι δεν τίθεται απλά θέμα αντικατάστασής της από ένα νέο νόμο με διαφορετικές εντολές κι απαγορεύσεις ομογενείς στην ουσία τους με τις προηγούμενες. Εξ ου και τα παράδοξα του μεσσιανισμού που εξέφραζε ο Σαμπετάι Σεβί λέγοντας : "η ολοκλήρωση της Τοράχ συνίσταται στο ξεπέρασμά της" κι ο Χριστός (πιο μετριοπαθής από τον απόστ. Παύλο) διατύπωνε : "δεν ήρθα να ξεκάνω τον νόμο αλλά να τον φέρω στην ολοκλήρωσή του".
Κάνοντας έναν διαρκή συμβιβασμό με το δίκαιο, η Εκκλησία πάγωσε το μεσσιανικό γεγονός παραδίδοντας τον κόσμο στην εξουσία της κρίσης που χειρίζεται όμως αριστοτεχνικά υπο τη μορφή της συγχώρεσης και της άφεσης των αμαρτιών δια της μετανοίας (ο Μεσσίας δεν έχει ανάγκη από τέτοια άφεση: το "άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τους οφειλέτας ημών" δεν είναι παρά η πρόβλεψη της μεσσιανικής ολοκλήρωσης του νόμου). Η δουλειά που είχε αναθέσει ο μεσσιανισμός στην μοντέρνα πολιτική - το να σκεφτούμε μια ανθρώπινη κοινότητα που να μην είχε (αποκλειστικά) την μορφή του νόμου - περιμένει ακόμα τα πνεύματα που θα την αναλάβουν.

Σήμερα τα κόμματα που αυτοκαθορίζονται "προοδευτικά" κι οι συνασπισμοί που λέγονται "της αριστεράς" κέρδισαν τις διοικητικές εκλογές στις μεγάλες πόλεις όπου ψήφισαν. Είναι εκπληκτική η μανιώδης ενασχόληση των νικητών να παρουσιαστούν ως καθεστώς, να εξασφαλίσουν με κάθε κόστος τα παλιά οικονομικά, πολιτικά και θρησκευτικά φέουδα. Όταν ο Ναπολέων νίκησε τους Μαμελούκους στην Αίγυπτο, κάλεσε πρώτα τους προύχοντες πάνω στους οποίους στηριζόταν το παλιό καθεστώς και τους ενημέρωσ ότι τα προνόμια και οι λειτουργίες τους δεν θα άλλαζαν με τον νέο κυρίαρχο. Αφού εδώ δεν πρόκειται για την στρατιωτική κατάκτηση μιας ξένης χώρας, ο ζήλος με τον οποίο ένας άρχηγος κόμματος που ονομαζόταν προ ολίγου κομμουνιστικό, επέμεινε να εξασφαλίσει τραπεζίτες και καπιταλιστές δείχνοντας ότι η λίρα και το χρηματιστήριο ενσωμάτωσαν καλά το χτύπημα, είναι ατυχής για να μην πούμε κάτι άλλο. Η επιθυμία του να είσαι καθεστώς θα τους αφανίσει όπως και τους προηγούμενους.

Είναι σημαντικό να μπορείς να διακρίνεις μεταξύ ήττας και ατίμωσης. Η νίκη της δεξιάς στις πολιτικές εκλογές ήταν για την αριστερά μια ήττα, κάτι που δεν συνεπάγεται  ότι ήταν ταυτόχρονα μια ατίμωση. Αν, εννοείται, πρόκειται περισσότερο για ατίμωση, είναι διότι αυτή η αποτυχία έφτασε ως καταληκτική στιγμή μιας διαδικασίας εσωστρέφειας που είχε αρχίσει εδώ και πολλά χρόνια. Υπηρξε ατίμωση αφού η ήττα δεν τέλειωσε μια μάχη πάνω σε αντιτιθέμενες θέσεις αλλά αποφάσισε μόνο ποιος είναι να εφαρμόσει μια ιδεολογία ταυτισμένη με το θέαμα, την αγορά και την επιχείρηση. Ένας καπιταλισμός με καβουράκι και ενοχές νικήθηκε από έναν απελυθερωμένο καπιταλισμό χωρίς κόμπλεξ (κάτι που ήταν προβλέψιμο). Γίνεται να δούμε σ'αυτό το πράγμα τίποτα άλλο από την αναγκαία συνέπεια μιας προδοσίας που άρχισε ήδη από την εποχή του σταλινισμού. Είναι δυνατόν. Όμως αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η εξέλιξη πο ολοκληρώθηκε από το τέλος της δεκαετίας του '70. Διότι τότε η διαφθορά από τις διάνοιες έπιασε την υποκριτική και καλοστεκούμενη μορφή που ονομάζεται σήμερα προοδευτισμός.

Στην Αρχαιολογίa μιας αποτυχίας, ο Jean-Claude Millner ταύτισε καθαρά την αρχή στο όνομα της οποίας ολοκληρώθηκε αυτή η διαδικασία: συμβιβασμός. Η επανάσταση έπρεπε να συμβιβαστεί με το κεφάλαιο και με την εξουσία όπως η Εκκλησία έπρεπε να κάνει συμβόλαιο με τον μοντέρνο κόσμο. Έτσι, σιγά σιγά, πήρε μορφή η αρχή που κατηύθυνε την στρατηγική του προοδευτισμού προς την αποτυχημένη του πορεία για την εξουσία : υποχώρηση σε όλα, συμβιβασμός κάθε πράγματος με το αντίθετό του, της ευφυίας με την τηλεόραση και την διαφήμιση, της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο, της ελευθερίας της έκφρασης με το κράτος-θέαμα, της κοινωνίας με την βιομηχανική ανάπτυξη, της επιστήμης με την γνώμη, της δημοκρατίας με τον εκλογικό μηχανισμό, της ενοχής και της απάρνησης με την μνήμη και την πίστη.

Σήμερα βλέπουμε που οδήγησε αυτή η νεκρώσιμη στρατηγική. Σε κάθε τομέα, η αριστερά συνεργαστηκε ενεργά για την προετοιμασία εργαλείων και για συμφωνίες που η δεξιά, στην εξουσία τώρα, δεν έχει παρά να εφαρμόσει και να αναπτύξει για να πιάσουν δίχως πόνο τους στόχους της. Έτσι, ενώ τα ιταλικά συνδικάτα προσυπέγραφαν με τις συμφωνίες τους την ολοκληρωτική απόσυρση της εργατικής διαπραγμάτευσης, ένας νόμος που με πρόσχημα την αυτοτέλεια παρέδιδε το πανεπιστήμιο στην λογική της επιχείρησης επικροτήθηκε με ψήφους της αριστεράς.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ήταν που η εργατική τάξη αφοπλίστηκε σωματικά και πνευματικά από την γερμανική σοσιαλδημοκρατία πριν παραδοθεί στον ναζισμό. Κι ενώ οι πολίτες καλής θέλησης καλούνται να αγρυπνούν εν αναμονή φαντασιακών μετωπικών επιθέσεων, η δεξιά πέρασε ήδη από την σχισμή που η ίδια η αριστερά είχε ανοίξει στις γραμμές της.

Η κλασσική πολιτική έκανε μια ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ ζωής και βίου, μεταξύ της φυσικής ζωής και της πολιτικής ζωής, ανάμεσα στον άνθρωπο ως απλού έμβιου όντος που είχε την θέση του στο σπίτι, στον οίκο, και τον άνθρωπο ως πολιτικού υποκειμένου που είχε την θέση του στην πόλη, στην πολιτεία. Το λοιπόν, δεν ξέρουμε πια τίποτα απ'αυτά. Καμιά διάκριση δεν είναι πλέον δυνατή μεταξύ ζωής και βίου, μεταξύ της βιολογικής μας ζωής έμβιων όνταν  και της πολιτικής μας ύπαρξης, μεταξύ αυτού που δεν επικοινωνείται κι είναι άλαλο κι αυτό που μπορεί να ειπωθεί κι είναι επικοινωνίσιμο. Όπως το είχε γράψει άλλοτε ο Φουκώ, είμαστε ζώα των οποίων η πολιτική βάζει σε κίνδυνο ακόμα και την ζωή έμβιων όντων. Το να ζει κανείς στο κράτος εκτάκτου ανάγκης που έγινε ο κανόνας σημαίνει ότι το βιολογικό μας σώμα γίνεται αδιάκριτο από το πολιτικό μας σώμα, ότι οι εμπειρίες που λέγαμε κάποτε πολιτικές έχουν καταδοθεί ξαφνικά στο βιολογικό μας σώμα κι ότι οι ιδιωτικές εμπειρίες παρουσιάζονται έξαφνα εκτός από μας, σαν σώμα πολιτικό. Έπρεπε να συνηθίσουμε να σκεφτόμαστε και να γράφουμε μες την σύγχυση σωμάτων και τόπων, του έξω και του μέσα, αυτού που είναι βουβό κι αυτού που έχει λόγο, αυτού που είναι δουλικό κι αυτού που είναι ελεύθερο, αυτού που είναι ανάγκη κι αυτού που είναι επιθυμία. Κάτι που σημαίνει την εμπειρία της απόλυτης αδυναμίας, το να είσαι αντιμέτωπος κάθε φορά με τη μοναχικότητα και την σιωπή ακριβώς εκεί που προσμέναμε την κοινότητα και τον λόγο. Διασχίσαμε όπως μπορούσαμε αυτή την την αδυναμία ενώ είμασταν περιτριγυρισμένοι από τον χαμό των μίντια που όριζαν τον νέο πλανητικό χώρο όπου η εξαίρεση είχε γίνει ο κανόνας. Αλλ'είναι απ'αυτό το αβέβαιο πεδίο, απ'αυτή την κλειστή ζώνη αδιαφορίας και μη διαφοράς που πρέπει σήμερα να βρούμε το δρόμο για μια άλλη πολιτική, για ένα άλλο σώμα, για μια άλλη κουβέντα. Δεν θα μπορούσα να παραιτηθώ με καμιά πρόφαση από την αδιαφορία αυτή μεταξύ δημοσίου κι ιδιωτικού, βιολογικού σώματος και πολιτικού σώματος, ζωής και βίου. Εδώ είναι που πρέπει να ξαναβρώ το χώρο μου - εκεί, πουθενά αλλού. Μόνο μια πολιτική που εκκινεί απ'αυτή τη συνείδηση μπορεί να με ενδιαφέρει.

Ο Φόστερ διηγείται ότι σε μια από τις κουβέντες του με τον Καβάφη στην Αλαξάνδρεια, του λέει ο ποιητής: "Εσείς, οι Εγγλέζοι, δεν μπορείτε να μας καταλάβετε. Εμείς οι Έλληνες έχουμε χρεωκοπήσει εδώ και πολύ καιρό". Πιστεύω ότι ένα από τα ελάχιστα πράματα που μπορούμε να βεβαιώσουμε με σιγουριά είναι ότι από τότε όλοι οι λαοί της Ευρώπης (κι ίσως της γης) έχουν χρεωκοπήσει. Ζούμε μετά την χρεωκοπία των λαών, έγραφε ο Απολυνέρ που έλεγε: " Ζούσα στην εποχή που τέλειωναν οι βασιλιάδες". Κάθε λαός είχε τον δικό του τρόπο να χερωκοπήσει, και δεν είναι βέβαι αδιάφορο που για τους Γερμανούς αυτό σήμανε Χίτλερ κι Άουσβιτς, για τους Ισπανούς έναν εμφύλιο, για τους Γάλλους Βισύ, για άλλους λαούς όμως, τή ύσυχη και τρομερή δεκαετία του '50, για τους Σέρβους τους βιασμούς της Ομάρσκα. Σε τελική ανάλυση, μετρά μόνο για μας η νέα δουλειά που μας άφησε αυτή η χρεωκοπία. Ίσως να μην είναι και ακριβές να την χαρακτηρίσουμε ως δουλειά δεδομένου ότι δεν υπάρχει λαός να την αναλάβει. Όπως θα λεγε σήμερα χαμογελώντας ο αλεξανδρινός ποιητής : "τώρα, μπορούμε τουλάχιστον να σας καταλάβουμε αφού κι εσείς επίσης χρεωκοπήσατε".

Giorgio Agamben, 1995