του Giorgio Agamben (1942- )
Ποιά μπορεί να είναι η πολιτική της οποιασδήποτε μοναδικότητας, με άλλα λόγια, ενός όντος του οποίου η κοινότητα δεν διαμεσολαβείται ούτε από έναν όρο για να ανήκει (να είναι κόκκινος, ιταλός, κομμουνιστής) ούτε από την απουσία οποιουδήποτε όρου για να ανήκει (μια αρνητική κοινότητα όπως την πρότεινε πρόσφατα ο Blanchot), αλλά από το ίδιο το ανήκειν; Ένα τηλεγράφημα από το Πεκίνο μας δίνει τα στοιχεία μιας απάντησης.
Το πιο εκπληκτικό, πράγματι, στις εκδηλώσεις του κινεζικού μάη, είναι η σχετική απουσία συγκεκριμένων διεκδικήσεων (δημοκρατία και ελευθερία είναι έννοιες πολύ φλου και γενικές για να αποτελέσουν ένα πραγματικό αντικείμενο διαμάχης και η μόνη συγκεκριμένη διεκδίκηση, η αποκατάσταση του Hu Yao-Bang, ικανοποιήθηκε αμέσως). Η βιαιότητα λοιπόν των αντιδράσεων του κράτους φαίνεται ακόμα πιο ανεξήγητη. Πιθανόν, όμως, το δυσανάλογο να είναι μόνο επιφανειακό και οι κινέζοι ιθύνοντες να έδρασαν, από την δική τους σκοπιά, με πιο καθαρό μυαλό από ό,τι οι δυτικοί παρατηρητές που ήταν αποκλειστικά απασχολημένοι με το να παρέχουν επιχειρήματα στην διαμάχη που στέκει όλο και λιγότερο μεταξύ κομμουνισμού και δημοκρατίας.
Καθώς η καινοτομία της πολιτικής που έρχεται, συνίσταται στο ότι δεν θα είναι πια μια μάχη για την κατάκτηση ή για τον έλεγχο του κράτους, αλλά για μια μάχη μεταξύ του Κράτους και του μη-Κράτους (της ανθρωπότητας), ανεπανόρθωτος χωρισμός των οιωνδήποτε μοναδικοτήτων και της κρατικής οργάνωσης.
Αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με την απλή διεκδίκηση του κοινωνικού έναντι του κράτους, που βρήκε πρόσφατα μια έκφραση στα κινήματα αμφισβήτησης. Οι οποιεσδήποτε μοναδικότητες δεν μπορούν να σχηματίσουν κοινωνία επειδή δεν διαθέτουν καμιά ταυτότητα που μπορούν να βάλουν μπροστά, κανένα δεσμό για να ανήκουν που θα μπορούσαν να κάνουν αναγνωρίσιμο. Σε τελική ανάλυση, το κράτος μπορεί να αναγνωρίσει οποιαδήποτε διεκδίκηση για ταυτότητα - ακόμα και την διεκδίκηση κρατικής ταυτότητας στο εσωτερικό του (η ιστορία των σχέσεων μεταξύ τρομοκρατίας και κράτους στην εποχή μας είναι η πιο ομιλητική επιβεβαίωση). Αλλά το ότι μοναδικότητες συγκροτούν κοινότητα χωρίς να διεκδικούν ταυτότητα, το ότι άνθρωποι συνανήκουν χωρίς να μπορεί να αναπαρασταθεί ένας όρος για το ανήκειν (ακόμα και με τη μόρφην μιας απλής προϋπόθεσης) συνιστά αυτό που το κράτος δεν μπορεί σε καμια περίπτωση να ανεχτεί. Διότι το Κράτος, όπως έδειξε ο Badiou, δεν ιδρύεται πάνω σε ένα κοινωνικό δεσμό του οποίου θα ήταν η έκφραση, αλλά πάνω στην από-λυσή του που την αναστέλλει. Για το κράτος, αυτό που μετρά δεν είναι ποτέ η μοναδικότητα ως τέτοια, αλλά μονάχα η περίληψή της σε μια οποιαδήποτε ταυτότητα (αλλά το ότι το Οποιοδήποτε μπορεί να αναληφθεί χωρίς ταυτότητα, αυτό αποτελεί μια απειλή με την οποία το κράτος δεν διατίθεται καθόλου να συνδιαλλαγεί).
Ένα ον ριζικά απαλλαγμένο από κάθε αναπαραστήσιμη ταυτότητα θα ήταν για το κράτος απολύτως ασήμαντο. Αυτό είναι που έχουν για δουλειά, μες στην κουλτούρα μας, να αποκρύψουν το υποκριτικό δόγμα του ιερού χαρακτήρα της ζωής και οι κενές διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ιερότητα δεν έχει κανένα άλλο νόημα από αυτό που της δίνει το ρωμαϊκό δίκαιο: ιερός είναι όποιος έχει αποκλεισθεί από τον κόσμο των ανθρώπων και που επιτρέπεται να θανατωθεί, αν και η θυσία απαγορεύεται, χωρίς να διαπραχθεί ανθρωποκτονία (neque fas est eum immolari, sed qui occidit parricidio non damnatur). (Σ'αυτή την προοπτική, σημαίνει πολλά που η εξολόθρευση των Ιουδαίων δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ ως ανθρωποκτονία, ούτε από τους δήμιους τους, ούτε από τους δικαστές τους, αλλά ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας από τους δικαστές, και που οι νικήτριες δυνάμεις θέλησαν να εξαγοράσουν αυτή την έλλειψη ταυτότητας παραχωρόντας μια κρατική ταυτότητα, πηγή με τη σειρά της νέων σφαγών).
Η οποιαδήποτε μοναδικότητα που θέλει να ιδιοποιηθεί το ίδιο της το ανήκειν, το ίδιο της το είναι-μέσα-στη-γλώσσα και που απορρίπτει, στο εξής, κάθε ταυτότητα και κάθε όρο για να ανήκει, είναι ο κύριος εχθρός του κράτους. Οπουδήποτε διαδηλώσουν αυτές οι μοναδικότητες ειρηνικά το κοινό τους είναι, θα υπάρχει μια πλατεία Τιεν-αν-μεν κι αργά ή γρήγορα θα εμφανιστούν τα άρματα.
Απόπειρα μετάφρασης από την γαλλική έκδοση του δοκιμίου "Tienanmen" που πρωτοδημοσιεύτηκε στο La comunita che viene, 1990. Κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο Η κοινότητα που έρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου