1. Στα 1943, η Hannah Arendt δημοσίευε σε ένα μικρό εβραϊκό περιοδικό στα αγγλικά, The Menorah Journal, ένα σύντομο αλλά πολύ ουσιαστικό άρθρο, με τίτλο "Εμείς οι πρόσφυγες" ("We refugees"), στο οποίο έκανε με πολεμική διάθεση το προφίλ του κ. Cohn, ενός αφομοιωμένου εβραίου που αφού έγινε γερμανός κατά 150%, βιεννέζος κατά 150%, και γάλλος κατά 150%, καταλάβαινε ότι "on ne parvient pas deux fois". Πάνω απ'όλα, η Arendt αντέστρεφε το νόημα της συνθήκης του πρόσφυγα και του απάτριδος που βίωνε, για να την προτείνει ως παράδειγμα μιας νέας ιστορικής συνείδησης. Ο πρόσφυγας που έχασε όλα του τα δικαιώματα και που παύει να θέλει να αφομοιωθεί με κάθε κόστος σε μια νέα εθνική ταυτότητα, έτσι ώστε να ατενίσει με διαύγεια την κατάστασή του, λαμβάνει ως αντάλλαγμα μιας βέβαιης αντιδημοτικότητας ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα : "Η ιστορία δεν είναι πια γι'αυτόν ένα κλειστό βιβλίο κι η πολιτική παύει να είναι το προνόμιο των Ευγενών. Ξέρει ότι την εξορία του εβραϊκού λαού στην Ευρώπη την ακολούθησε άμεσα η εξορία του μεγαλύτερου μέρους των ευρωπαϊκών λαών. Οι πρόσφυγες που κυνηγήθηκαν από χώρα σε χώρα αντιπροσωπεύουν των πρωτοπορία των λαών τους".
Αξίζει να συλλογιστούμε πάνω στο νόημα αυτής της ανάλυσης που είναι σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, ακόμα επίκαιρη. Δεν είναι μόνο που το πρόβλημα παρουσιάζεται το ίδιο επείγον στην Ευρώπη κι αλλού, αλλά που ο πρόσφυγας, δεδόμενης της αναπόφευκτης παρακμής του Έθνους-κράτους και της αποσύνθεσης των παραδοσιακών νομικο-πολιτικών κατηγοριών, είναι μάλλον η μόνη μορφή λαού που μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, η μόνη κατηγορία στην οποία μας δίνονται ίσα-ίσα να διαβλέψουμε, οι μορφές και τα όρια μιας πολιτικής κοινότητας που έρχεται, τουλάχιστον όσο η διαδικασία της διάλυσης του Έθνους-κράτους και της κυριαρχίας του δεν θα φτάσει στο τέλος της. Πιθανόν, αν θέλαμε να σταθούμε στο ύψος των απολύτως νέων δουλειών που έχουμε να κάνουμε, θα έπρεπε να αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε χωρίς δισταγμούς τις βασικές έννοιες μέσω των οποίων σκεφτήκαμε μέχρι σήμερα τα υποκείμενα της πολιτικής (ο άνθρωπος κι ο πολίτης με τα δικαιώματά τους, αλλά κι ο κυρίαρχος λαός, ο εργάτης, κτλ.), αλλά και να ανακατασκευάσουμε την πολιτική μας φιλοσοφία βάσει αυτής της μοναδικής φιγούρας, του πρόσφυγα.
2. Η πρώτη εμφάνιση προσφύγων ως μαζικού φαινομένου έλαβε χώρα στο τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου όταν η πτώση της ρωσσικής, της αυστρο-ουγγρικής και της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η νέα τάξη που δημιουργήθηκε από τις συνθήκες ειρήνης ανέτρεψαν την δημογραφική και χωρογραφική βάση της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης. Μέσα σε λίγο καιρό, 1.5 εκατομ. λευκοί Ρώσσοι, 700.000 Αρμένιοι, 500.000 Βούλγαροι, 1 εκατομ. Έλληνες, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι μετατοπίστηκαν. Σ'αυτές τις μάζες εν κινήσει, πρέπει να προστεθεί η πραγματικά εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι το 30% περίπου των πληθυσμών που συνδέθηκαν με τους νέους κρατικούς οργανισμούς - που οι συμφωνίες ειρήνης είχαν στήσει πάνω στο μοντέλο του Έθνους-Κράτους (για παράδειγμα στην Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία) - αποτελούσε μειονότητες που έπρεπε να προστατευτούν από μια σειρά διεθνών συνθηκών (οι Minority Treaties) που έμεναν πολύ συχνά γράμμα κενό περιεχομένου. Λίγα χρόνια έπειτα, οι φυλετικοί νόμοι στην Γερμανία κι ο ισπανικός εμφύλιος θα σκορπούσαν σε όλη την Ευρώπη μια νέα και σημαντική μάζα προσφύγων.
Έχουμε συνηθίσει να διακρίνουμε μεταξύ απατρίδων και προσφύγων. Όμως, μια τέτοια διάκριση δεν ήταν, και δεν είναι ακόμα, απλή. Αρχικά, πολλοί πρόσφυγες που δεν ήταν κυριολεκτικά απάτριδες, προτίμησαν να γίνουν παρά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους : είναι η περίπτωση των πολωνών και των ρουμάνων Εβραίων που βρισκόνταν στην Γαλλία ή στην Γερμανία στο τέλος του πολέμου και, σήμερα, των πολιτικών καταζητουμένων κι αυτών για τους οποίους η επιστροφή σημαίνει αδυναμία επιβίωσης. Απ'την άλλη πλευρά, οι ρώσσοι, αρμένιοι και ούγγροι πρόσφυγες στερήθηκαν γρήγορα την εθνικότητά τους από τις νέες κυβερνησεις, την σοβιετική, την τουρκική και τις άλλες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από την αρχή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου ευρωπαϊκά κράτη αρχίζουν να εισάγουν νόμους που επιτρέπουν την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για δικούς τους πολίτες. Η Γαλλία ήταν η πρώτη που το έκανε, το 1915, με πολίτες "εχθρικής" προέλευσης, καταγωγής. Το 1922, το παράδειγμα ακολουθήθηκε από το Βέλγιο που ανακάλεσε την πολιτογράφηση ανθρώπων που είχαν διαπράξει αντεθνικές πράξεις κατά τον πόλεμο. Το 1926, το φασιστικό καθεστώς θα εκδόσει ένα ανάλογο νόμο έναντι των πολιτών που δείχτηκαν ανάξιοι της ιταλικής ιθαγένειας. Το 1933, ήταν η σειρά της Αυστρίας, κι έτσι πήγαινε ως το 1935 όταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης χώρισαν τους Γερμανούς σε πολίτες πλήρους δικαιώματος και σε πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί οι νόμοι - κι η τεράστια μάζα απατρίδων που θα προέκυπτε - συνιστούν μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή του μοντέρνου Έθνους-κράτους που απελευθερώνεται πλέον από τις αφελείς έννοιες του λαού και του πολίτη.
Δεν είναι για να ξαναφτιάξουμε εδώ την ιστορία των διαφόρων διεθνών επιτροπών μέσω των οποίων τα Κράτη, η Κοινωνία των Εθνών, κι αργότερα, τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των προσφύγων, από το Γραφείο Νάνσεν για τους ρώσσους κι αρμένιους πρόσφυγες (1921), την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες της Γερμανίας (1936), την διακυβερνητική Επιτροπή για τους πρόσφυγες (1936), την Διεθνή Οργάνωση Προσφύγων των Η. Ε. (1946), μέχρι την σημερινή Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες (1951) της οποίας η δράση δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα αλλά, καταστατικά, μόνο μια ανθρωπιστική και κοινωνική διάσταση. Η ουσία είναι ότι κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αντιπροσωπεύουν πια ατομικές περιπτώσεις αλλά ένα μαζικό φαινόμενο (στο μεσοπόλεμο και ξανά στις μέρες μας), αυτοί οι οργανισμοί - όπως ακριβώς τα Κράτη - αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανοι να λύσουν το πρόβλημα, δηλ. να το αντιμετωπίσουν κατά ένα τρόπο κατάλληλο, κι αυτό παρά τις επίσημες παραπομπές στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου. Έτσι το όλο ζήτημα μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
3. Αυτη η αδυναμία δεν οφείλεται μόνο στον εγωισμό ή στην αδράνεια των γραφειοκρατικών μηχανισμών αλλά στην ίδια την αμφισημία των βασικών εννοιών που ρυθμίζουν την εγγραφή του ιθαγενούς (δηλ. της ζωής) μέσα στην νομική τάξη του Έθνους-κράτους. Η Hannah Arendt έδωσε στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου της πάνω στον Ιμπεριαλισμό, ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα των προσφύγων, για τίτλο Η παρακμή του Έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρέπει να προσπαθήσουμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την διατύπωση που συνδέει κατά τρόπο αξεδιάλυτο την τύχη των δικαιωμάτων του ανθρώπου με αυτήν του μοντέρνου Έθνους-κράτους, έτσι που από το τέλος του Έθνους-κράτους προκύπτει αναγκαστικά η αχρησία αυτών των δικαιωμάτων. Το παράδοξο είναι που η φιγούρα του πρόσφυγα που θα έπρεπε να είναι η κατ'εξοχήν ενσάρκωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θα σημαδέψει την ριζική κρίση αυτής της έννοιας. "Η σύλληψη των δικαιωμάτων του ανθρώπου", γράφει η Hannah Arendt, "βασισμένη πάνω στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπινου όντος ως τέτοιου θα γρεμιστεί από τη στιγμή που αυτοί που την επαγγέλλονταν θα βρεθούν για πρώτη φορά απέναντι σε ανθρώπους που έχασαν πραγματικά κάθε άλλη ιδιότητα και ιδιαίτερη σχέση - εκτός του απλού γεγόνοτος του να παραμένουν ανθρώπινα όντα". Στο σύστημα του Έθνους-κράτους, τα υποτιθέμενα ιερά κι αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου χάνουν κάθε νοήμα από την στιγμή που είναι πια αδύνατον να τα οριοθετήσουμε ως δικαιώματα πολιτών ενός κράτους. Αυτό είναι έμμεσο, αν το καλοσκεφτούμε, στην αμφισημία του ίδιου του τίτλου της Διακήρυξης του 1789 : Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη όπου δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο αν οι δύο όροι ορίζουν δύο διακριτές πραγματικότητες ή αν αντίθετα αποτελούν ένα σχήμα όπου ο πρώτος όρος εμπεριέχεται ήδη στον δεύτερο.
Το ότι στην πολιτική τάξη του Έθνους-κράτους δεν υπάρχει καθόλου χώρος για τον καθάριο άνθρωπο ως τέτοιον αποδείχτηκε από το γεγονός ότι το στάτους του πρόσφυγα θεωρούταν πάντα, ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων, ως μια προσωρινή κατάσταση που έπρεπε να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο στάτους ανθρώπου είναι ασύλληπτο για το δίκαιο του Έθνους-κράτους.
4. Είναι πια καιρός να σταματήσουμε να διαβάζουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων - από το 1789 ως σήμερα - ως διακηρύξεις αιωνίων μετά-νομικών αξιών, που θα είχαν ως σκοπό να υποχρεώσουν τον νομοθέτη να σεβαστεί αξίες, και να θεωρήσουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων σύμφωνα με τον πραγματικό τους ρόλο στο μοντέρνο κράτος.
(πρώτο μέρος της αποπειρώμενης μετάφρασης του ομώνυμου δοκιμίου του G. Agamben που πρωτοδημοσιεύτηκε στην παρισινή Libération της 9 και 10 ιούνη 1993)
Αξίζει να συλλογιστούμε πάνω στο νόημα αυτής της ανάλυσης που είναι σήμερα, πενήντα χρόνια αργότερα, ακόμα επίκαιρη. Δεν είναι μόνο που το πρόβλημα παρουσιάζεται το ίδιο επείγον στην Ευρώπη κι αλλού, αλλά που ο πρόσφυγας, δεδόμενης της αναπόφευκτης παρακμής του Έθνους-κράτους και της αποσύνθεσης των παραδοσιακών νομικο-πολιτικών κατηγοριών, είναι μάλλον η μόνη μορφή λαού που μπορούμε να σκεφτούμε στον καιρό μας, η μόνη κατηγορία στην οποία μας δίνονται ίσα-ίσα να διαβλέψουμε, οι μορφές και τα όρια μιας πολιτικής κοινότητας που έρχεται, τουλάχιστον όσο η διαδικασία της διάλυσης του Έθνους-κράτους και της κυριαρχίας του δεν θα φτάσει στο τέλος της. Πιθανόν, αν θέλαμε να σταθούμε στο ύψος των απολύτως νέων δουλειών που έχουμε να κάνουμε, θα έπρεπε να αποφασίσουμε να εγκαταλείψουμε χωρίς δισταγμούς τις βασικές έννοιες μέσω των οποίων σκεφτήκαμε μέχρι σήμερα τα υποκείμενα της πολιτικής (ο άνθρωπος κι ο πολίτης με τα δικαιώματά τους, αλλά κι ο κυρίαρχος λαός, ο εργάτης, κτλ.), αλλά και να ανακατασκευάσουμε την πολιτική μας φιλοσοφία βάσει αυτής της μοναδικής φιγούρας, του πρόσφυγα.
2. Η πρώτη εμφάνιση προσφύγων ως μαζικού φαινομένου έλαβε χώρα στο τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου όταν η πτώση της ρωσσικής, της αυστρο-ουγγρικής και της οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η νέα τάξη που δημιουργήθηκε από τις συνθήκες ειρήνης ανέτρεψαν την δημογραφική και χωρογραφική βάση της κεντρο-ανατολικής Ευρώπης. Μέσα σε λίγο καιρό, 1.5 εκατομ. λευκοί Ρώσσοι, 700.000 Αρμένιοι, 500.000 Βούλγαροι, 1 εκατομ. Έλληνες, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί, Ούγγροι και Ρουμάνοι μετατοπίστηκαν. Σ'αυτές τις μάζες εν κινήσει, πρέπει να προστεθεί η πραγματικά εκρηκτική κατάσταση που δημιουργήθηκε από το γεγονός ότι το 30% περίπου των πληθυσμών που συνδέθηκαν με τους νέους κρατικούς οργανισμούς - που οι συμφωνίες ειρήνης είχαν στήσει πάνω στο μοντέλο του Έθνους-Κράτους (για παράδειγμα στην Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία) - αποτελούσε μειονότητες που έπρεπε να προστατευτούν από μια σειρά διεθνών συνθηκών (οι Minority Treaties) που έμεναν πολύ συχνά γράμμα κενό περιεχομένου. Λίγα χρόνια έπειτα, οι φυλετικοί νόμοι στην Γερμανία κι ο ισπανικός εμφύλιος θα σκορπούσαν σε όλη την Ευρώπη μια νέα και σημαντική μάζα προσφύγων.
Έχουμε συνηθίσει να διακρίνουμε μεταξύ απατρίδων και προσφύγων. Όμως, μια τέτοια διάκριση δεν ήταν, και δεν είναι ακόμα, απλή. Αρχικά, πολλοί πρόσφυγες που δεν ήταν κυριολεκτικά απάτριδες, προτίμησαν να γίνουν παρά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους : είναι η περίπτωση των πολωνών και των ρουμάνων Εβραίων που βρισκόνταν στην Γαλλία ή στην Γερμανία στο τέλος του πολέμου και, σήμερα, των πολιτικών καταζητουμένων κι αυτών για τους οποίους η επιστροφή σημαίνει αδυναμία επιβίωσης. Απ'την άλλη πλευρά, οι ρώσσοι, αρμένιοι και ούγγροι πρόσφυγες στερήθηκαν γρήγορα την εθνικότητά τους από τις νέες κυβερνησεις, την σοβιετική, την τουρκική και τις άλλες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από την αρχή του Α΄ παγκοσμίου πολέμου ευρωπαϊκά κράτη αρχίζουν να εισάγουν νόμους που επιτρέπουν την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για δικούς τους πολίτες. Η Γαλλία ήταν η πρώτη που το έκανε, το 1915, με πολίτες "εχθρικής" προέλευσης, καταγωγής. Το 1922, το παράδειγμα ακολουθήθηκε από το Βέλγιο που ανακάλεσε την πολιτογράφηση ανθρώπων που είχαν διαπράξει αντεθνικές πράξεις κατά τον πόλεμο. Το 1926, το φασιστικό καθεστώς θα εκδόσει ένα ανάλογο νόμο έναντι των πολιτών που δείχτηκαν ανάξιοι της ιταλικής ιθαγένειας. Το 1933, ήταν η σειρά της Αυστρίας, κι έτσι πήγαινε ως το 1935 όταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης χώρισαν τους Γερμανούς σε πολίτες πλήρους δικαιώματος και σε πολίτες χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί οι νόμοι - κι η τεράστια μάζα απατρίδων που θα προέκυπτε - συνιστούν μια αποφασιστική αλλαγή στη ζωή του μοντέρνου Έθνους-κράτους που απελευθερώνεται πλέον από τις αφελείς έννοιες του λαού και του πολίτη.
Δεν είναι για να ξαναφτιάξουμε εδώ την ιστορία των διαφόρων διεθνών επιτροπών μέσω των οποίων τα Κράτη, η Κοινωνία των Εθνών, κι αργότερα, τα Ηνωμένα Έθνη προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των προσφύγων, από το Γραφείο Νάνσεν για τους ρώσσους κι αρμένιους πρόσφυγες (1921), την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες της Γερμανίας (1936), την διακυβερνητική Επιτροπή για τους πρόσφυγες (1936), την Διεθνή Οργάνωση Προσφύγων των Η. Ε. (1946), μέχρι την σημερινή Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες (1951) της οποίας η δράση δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα αλλά, καταστατικά, μόνο μια ανθρωπιστική και κοινωνική διάσταση. Η ουσία είναι ότι κάθε φορά που οι πρόσφυγες δεν αντιπροσωπεύουν πια ατομικές περιπτώσεις αλλά ένα μαζικό φαινόμενο (στο μεσοπόλεμο και ξανά στις μέρες μας), αυτοί οι οργανισμοί - όπως ακριβώς τα Κράτη - αποδείχτηκαν εντελώς ανίκανοι να λύσουν το πρόβλημα, δηλ. να το αντιμετωπίσουν κατά ένα τρόπο κατάλληλο, κι αυτό παρά τις επίσημες παραπομπές στα αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου. Έτσι το όλο ζήτημα μεταφέρθηκε στα χέρια της αστυνομίας και των ανθρωπιστικών οργανώσεων.
3. Αυτη η αδυναμία δεν οφείλεται μόνο στον εγωισμό ή στην αδράνεια των γραφειοκρατικών μηχανισμών αλλά στην ίδια την αμφισημία των βασικών εννοιών που ρυθμίζουν την εγγραφή του ιθαγενούς (δηλ. της ζωής) μέσα στην νομική τάξη του Έθνους-κράτους. Η Hannah Arendt έδωσε στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου της πάνω στον Ιμπεριαλισμό, ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στο πρόβλημα των προσφύγων, για τίτλο Η παρακμή του Έθνους-κράτους και το τέλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Πρέπει να προσπαθήσουμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτή την διατύπωση που συνδέει κατά τρόπο αξεδιάλυτο την τύχη των δικαιωμάτων του ανθρώπου με αυτήν του μοντέρνου Έθνους-κράτους, έτσι που από το τέλος του Έθνους-κράτους προκύπτει αναγκαστικά η αχρησία αυτών των δικαιωμάτων. Το παράδοξο είναι που η φιγούρα του πρόσφυγα που θα έπρεπε να είναι η κατ'εξοχήν ενσάρκωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θα σημαδέψει την ριζική κρίση αυτής της έννοιας. "Η σύλληψη των δικαιωμάτων του ανθρώπου", γράφει η Hannah Arendt, "βασισμένη πάνω στην υποτιθέμενη ύπαρξη ενός ανθρώπινου όντος ως τέτοιου θα γρεμιστεί από τη στιγμή που αυτοί που την επαγγέλλονταν θα βρεθούν για πρώτη φορά απέναντι σε ανθρώπους που έχασαν πραγματικά κάθε άλλη ιδιότητα και ιδιαίτερη σχέση - εκτός του απλού γεγόνοτος του να παραμένουν ανθρώπινα όντα". Στο σύστημα του Έθνους-κράτους, τα υποτιθέμενα ιερά κι αναφαίρετα δικαιώματα του ανθρώπου χάνουν κάθε νοήμα από την στιγμή που είναι πια αδύνατον να τα οριοθετήσουμε ως δικαιώματα πολιτών ενός κράτους. Αυτό είναι έμμεσο, αν το καλοσκεφτούμε, στην αμφισημία του ίδιου του τίτλου της Διακήρυξης του 1789 : Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη όπου δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο αν οι δύο όροι ορίζουν δύο διακριτές πραγματικότητες ή αν αντίθετα αποτελούν ένα σχήμα όπου ο πρώτος όρος εμπεριέχεται ήδη στον δεύτερο.
Το ότι στην πολιτική τάξη του Έθνους-κράτους δεν υπάρχει καθόλου χώρος για τον καθάριο άνθρωπο ως τέτοιον αποδείχτηκε από το γεγονός ότι το στάτους του πρόσφυγα θεωρούταν πάντα, ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων, ως μια προσωρινή κατάσταση που έπρεπε να οδηγήσει είτε στην πολιτογράφηση είτε στον επαναπατρισμό. Ένα μόνιμο στάτους ανθρώπου είναι ασύλληπτο για το δίκαιο του Έθνους-κράτους.
4. Είναι πια καιρός να σταματήσουμε να διαβάζουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων - από το 1789 ως σήμερα - ως διακηρύξεις αιωνίων μετά-νομικών αξιών, που θα είχαν ως σκοπό να υποχρεώσουν τον νομοθέτη να σεβαστεί αξίες, και να θεωρήσουμε τις διακηρύξεις των δικαιωμάτων σύμφωνα με τον πραγματικό τους ρόλο στο μοντέρνο κράτος.
(πρώτο μέρος της αποπειρώμενης μετάφρασης του ομώνυμου δοκιμίου του G. Agamben που πρωτοδημοσιεύτηκε στην παρισινή Libération της 9 και 10 ιούνη 1993)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου